DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Security systems containing απο | all forms
GreekGerman
ανάληψη εξόδων 100,από την κοινωνική ασφάλιση100-prozentige Erstattung
παροχή που καταβάλλεται άπαξ από το ΤαμείοEinmalzahlung durch die Kasse
σύνταξη αναπηρίας από εργατικό ατύχημαRente bei Arbeitsunfall
σύνταξη αναπηρίας από εργατικό ατύχημαArbeitsunfallssrente