DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Sociology containing απο | all forms
GreekGerman
κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδοςMonetäre Sozialleistungen
ταμείο που δημιουργείται από εισφορές εργαζομένων και εργοδότη για όφελος των εργαζομένωνDachrente