DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing αξία | all forms
GreekGerman
αξία διακριτικού συμβόλουWert des Warenzeichens
αξία εκκαθάρισηςLiquidationswert
αξία εν λειτουργίαUnternehmenswert
αξία εν λειτουργίαGesamtwert
αξία της εισφοράςübertragener Vermögenswert
αξία του ανθρώπουWuerde des Menschen
αξία του ανθρώπουMenschenwuerde
αξία του αντικειμένου της διαφοράςStreitwert
δανειακή αξίαBeleihungswert
ενδείξεις για τη θρεπτική αξίαnährwertbezogene Angabe
ενδείξεις για τη θρεπτική αξίαAngabe über den Nährwert
καθαρή αξία αποτιμήσεως ενεργητικούVeräußerungswert
καθαρή αξία αποτιμήσεως ενεργητικούRealisationswert
καθαρή αξία ενεργητικούVeräußerungswert
καθαρή αξία ενεργητικούRealisationswert
κανονική αξία μιας υπηρεσίαςNormalwert einer Dienstleistung
μέση προστιθέμενη αξίαdurchschnittlicher Mehrwert
μετοχή χωρίς ονομαστική αξίαEinlage-Anteil
μετοχή χωρίς ονομαστική αξίαStückaktie
μετοχή χωρίς ονομαστική αξίαAnteil
μετοχή χωρίς ονομαστική αξίαAktie ohne Nennwert
ονομαστική αξίαStückelung
ονομαστική αξία και τεχνικές προδιαγραφές όλων των κερμάτων που πρόκειται να κυκλοφορήσουνStückelung und technische Merkmale aller für den Umlauf bestimmten Münzen
συνολική αξίαGesamtwert
συνολικό ακαθάριστο χρέος,στην ονομαστική του αξίαBrutto-Gesamtschuldenstand zum Nominalwert