DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing αέριο | all forms
GreekGerman
αέριο στεγανότητος φυσητήραGeblaesesperrgas
αέριο στεγανότητος φυσητήρα ψυκτικού μέσουKuehlgeblaesesperrgas
αέριο στρώμαGasfilm
διακόπτης με πεπιεσμένο αέριοDruckgasschalter
κινητήρας που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέριοDruckgasmotor
μηχανή ανθεκτική σε αέριο ή ατμόMaschine dicht gegen Gas und Dämpfe
πτωχό αέριοGeneratorgas
συσκευή επιτηρήσεως του κενού του συμπυκνωτή με αέριοKondensatorevakuierungs-Gasueberwachungsgeraet
συσκευή που λειτουργεί με αέριοAutogengeraet
ψυκτικό αέριοKuehlgas