Subject | Greek | German |
chem. | άλατα αγωγιμότητας | Leitsalze |
chem. | άλατα αλκοόλης μετά μετάλλων | Metallalkoholat |
chem. | άλατα αμμωνίας | Ammoniumsalz |
gen. | άλατα για το λουτρό | Badesalz |
chem. | άλατα καλίου | Kalisalze |
chem. | άλατα λιθίου | Lithium-Salze |
food.ind., chem. | άλατα λιπαρών οξέων με μαγνήσιο | Magnesiumsalze von Speisefettsäuren |
food.ind., chem. | άλατα λιπαρών οξέων με νάτριο, κάλιο και ασβέστιο | Natrium-, Kalium- und Calciumsalze von Speisefettsäuren |
food.ind., chem. | άλατα μαγνησίου λιπαρών οξέων ; Ε 470 β | Magnesiumsalze von Fettsäuren |
food.ind., chem. | άλατα μαγνησίου λιπαρών οξέων ; Ε 470 β | E 470 b |
chem. | άλατα με ασβέστιο των 5'-ριβοζονουκλεοτιδίων | E634 |
chem. | άλατα με ασβέστιο των 5'-ριβοζονουκλεοτιδίων | Calcium 5'-ribonucleotid |
food.ind., chem. | άλατα με ασβέστιο των 5-ριβοζονουκλεοτιδίων ; Ε 634 | Calcium 5'-ribonucleotid |
food.ind., chem. | άλατα με ασβέστιο των 5-ριβοζονουκλεοτιδίων ; Ε 634 | E 634 |
food.ind., chem. | άλατα με νάτριο του 5-ριβοζονουκλεοτιδίου ; Ε 635 | Dinatrium 5'-ribonucleotid |
food.ind., chem. | άλατα με νάτριο του 5-ριβοζονουκλεοτιδίου ; Ε 635 | E 635 |
chem. | άλατα με νάτριο των 5'-ριβοζονουκλεοτιδίων | E635 |
chem. | άλατα με νάτριο των 5'-ριβοζονουκλεοτιδίων | Dinatrium 5'-ribonucleotid |
chem. | άλατα μολύβδου | Bleialkyl |
food.ind., chem. | άλατα νατρίου, καλίου και ασβεστίου λιπαρών οξέων ; Ε 470 α | Natrium-, Kalium- und Calciumsalze der Speisefettsäuren |
food.ind., chem. | άλατα νατρίου, καλίου και ασβεστίου λιπαρών οξέων ; Ε 470 α | E 470 a |
med. | άλατα ούρων | Harnsalze |
industr., construct., chem. | άλατα ρητινικών οξέων | Resinat |
food.ind., chem. | άλατα του θειικού οξέος μέ κάλιο ; Ε 515 | Kaliumsulfate |
food.ind., chem. | άλατα του θειικού οξέος μέ κάλιο ; Ε 515 | E 515 |
food.ind., chem. | άλατα του θειικού οξέος με νάτριο ; Ε 514 | Natriumsulfate |
food.ind., chem. | άλατα του θειικού οξέος με νάτριο ; Ε 514 | E 514 |
gen. | άλατα του κιτρικού οξέος με ασβέστιο ; Ε 333 | Calciumcitrate |
gen. | άλατα του κιτρικού οξέος με ασβέστιο ; Ε 333 | E 333 |
gen. | άλατα του κιτρικού οξέος με κάλιο ; Ε 332 | Kaliumcitrate |
gen. | άλατα του κιτρικού οξέος με κάλιο ; Ε 332 | E 332 |
food.ind., chem. | άλατα του κιτρικού οξέος με νάτριο ; Ε 331 | Natriumcitrate |
food.ind., chem. | άλατα του κιτρικού οξέος με νάτριο ; Ε 331 | E 331 |
food.ind., chem. | άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο ; Ε 350 | Natriummalate |
food.ind., chem. | άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο ; Ε 352 | E 352 |
food.ind., chem. | άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο ; Ε 352 | Calciummalate |
food.ind., chem. | άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο ; Ε 350 | E 350 |
food.ind., chem. | άλατα του πυροφωσφορικού οξέος ; Ε 450 | Diphosphate |
food.ind., chem. | άλατα του πυροφωσφορικού οξέος ; Ε 450 | E 450 |
food.ind., chem. | άλατα του τριφωσφορικού οξέος ; Ε 451 | Triphosphate |
food.ind., chem. | άλατα του τριφωσφορικού οξέος ; Ε 451 | E 451 |
gen. | άλατα του τρυγικού οξέος ; Ε 336 | Kaliumtartrate |
gen. | άλατα του τρυγικού οξέος ; Ε 336 | E 336 |
gen. | άλατα του τρυγικού οξέος με νάτριο ; Ε 335 | L-Natriumtartrate |
gen. | άλατα του τρυγικού οξέος με νάτριο ; Ε 335 | Natriumtartrate |
gen. | άλατα του τρυγικού οξέος με νάτριο ; Ε 335 | E 335 |
med. | άλατα του φυτικού οξέος | Phytate |
agric. | άλατα φυτικού οξέος | Phytin |
agric. | άλατα φυτικού οξέος | Phytate |
chem., el. | άλατα χαμηλού σημείου τήξεως | niedrigschmelzende Salze |
chem., el. | άλατα χαμηλού σημείου τήξεως | Salze mit niedrigem Schmelzpunkt |
met. | άμμος πυριτικών αλάτων | wasserglasgebundener Sand |
met. | άμμος πυριτικών αλάτων | silicatgebundener Sand |
med. | έκζεμα από άλατα χρωμίου | Chromekzem |
med. | έκζεμα από άλατα χρωμίου | Chromatekzem |
health. | έκζεμα λόγω συχνής επαφής με άλατα χρωμίου | kontaktallergisches Ekzem |
environ. | ένωση νιτρικών αλάτων | Stickstoffverbindung |
med. | αδένας αλάτων | Salzdrüse |
agric., chem. | αιθέριο έλαιο από την κατεργασία των ξύλων για την παρασκευή χαρτομάζας με θειικά άλατα | Sulfatterpentinöl |
agric., chem. | αιθέριο έλαιο από την κατεργασία των ξύλων για την παρασκευή χαρτομάζας με θειικά άλατα | Sulfatterpentin |
gen. | αιθέριο έλαιο που προκύπτει από την κατεργασία ξύλων για την παρασκευή χαρτομάζας με τη μέθοδο των διθειωδών αλάτων | Sulfitterpentinoel |
pharma. | αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ και άλατα | Ethylendiamintetraessigsäure und salze |
environ. | Αλατώδη διαλύματα ου περιέχουν φωσφορικά και σχετικά στερεά άλατα | Salzloesungen, die Phosphate und verwandte feste Salze enthalten |
life.sc. | αλκαλικότητα λόγω ανθρακικών αλάτων | Alkalinität |
med. | αναβράζοντα άλατα | Brausesalze |
el. | αναρριχόμενα άλατα | Kriechstrom |
food.ind., chem. | ανθρακικά άλατα αμμωνίου ; Ε 503 | Ammoniumcarbonate |
food.ind., chem. | ανθρακικά άλατα αμμωνίου ; Ε 503 | E 503 |
food.ind., chem. | ανθρακικά άλατα καλίου ; Ε 501 | Kaliumcarbonate |
food.ind., chem. | ανθρακικά άλατα καλίου ; Ε 501 | E 501 |
food.ind. | ανθρακικά άλατα μαγνησίου | Magnesiumcarbonate |
food.ind. | ανθρακικά άλατα του νατρίου | Natriumcarbonate |
agric. | ανόργανα άλατα | Mineralstoffe |
agric., chem. | ανόργανα άλατα | Mineralsalze |
chem., el. | αποθήκευση σε σύμπλοκα άλατα | Speicherung in Komplexsalzen |
environ. | απόβλητα άλατα και διαλύματά τους | verbrauchte Salze und ihre Lösungen |
environ. | Απόβλητα άλατα και τα διαλύματά τους | Verbrauchte Salze und ihre Loesungen |
mech.eng. | αφαίρεση των αλάτων από καζάνι | Kesselsteinbeseitigung |
mech.eng. | αφαίρεση των αλάτων από λέβητα | Kesselsteinbeseitigung |
environ. | αφαίρεση φωσφορικών αλάτων | Phosphatelimination |
mech.eng. | αφαιρώ τα άλατα από καζάνι | den Kesselstein ausklopfen |
mech.eng. | αφαιρώ τα άλατα από καζάνι | den Kesselstein abkratzen |
mech.eng. | αφαιρώ τα άλατα από λέβητα | den Kesselstein ausklopfen |
mech.eng. | αφαιρώ τα άλατα από λέβητα | den Kesselstein abkratzen |
med. | βακτηρίδια που αφαιρούν το άζωτο από τα νιτρικά άλατα | denitrifizierende Bakterien |
environ. | βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων | Nitrifizierung |
environ. | βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων | Salpeterbildung |
environ. | βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων | Nitrifikation |
agric., chem. | βενζοϊκά άλατα | Benzoate |
pharma. | βορικό οξύ και βορικά άλατα | Borsäure und Borate |
industr., construct. | δέψη με άλατα του πυριτίου | Silikon gegerbt |
industr., construct. | δέψη με ανόργανα άλατα | Mineralgerbung |
industr., construct. | δέψη με μεταλλικά άλατα | mineralisch gegerbt |
med. | δηλητηρίασις από οξαλικό οξύ ή οξαλικά άλατα | Oxalatvergiftung |
med. | δηλητηρίασις από οξαλικό οξύ ή οξαλικά άλατα | Kleesalzvergiftung |
earth.sc., el. | διαλυμένα άλατα | gelöste Materie |
earth.sc., el. | διαλυμένα άλατα | gelöste Feststoffe |
med. | διαπίδυση των πρωτεϊνών με άλατα | Einsalzung der Proteine |
chem. | Ε352 άλατα του μηλικού οξέος με ασβέστιο | E352ii Calciumhydrogenmalat |
chem. | Ε352 άλατα του μηλικού οξέος με ασβέστιο | E352i Calciummalat |
chem. | Ε352 άλατα του μηλικού οξέος με ασβέστιο | E352 Calciummalate |
chem. | Ε350 άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο | E350i Natriummalat |
chem. | Ε350 άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο | E350ii Natriumhydrogenmalat |
chem. | Ε350 άλατα του μηλικού οξέος με νάτριο | E350 Natriummalate |
chem. | Ε451 άλατα του τριφωσφορικού οξέος | E451i Pentanatriumtriphosphat |
chem. | Ε451 άλατα του τριφωσφορικού οξέος | E451ii Pentakaliumtriphosphat |
chem. | Ε451 άλατα του τριφωσφορικού οξέος | E451 Triphosphate |
chem. | Ε503 ανθρακικά άλατα αμμωνίου | E503i Ammoniumcarbonat |
chem. | Ε503 ανθρακικά άλατα αμμωνίου | E503ii Ammoniumhydrogencarbonat |
chem. | Ε503 ανθρακικά άλατα αμμωνίου | E503 Ammoniumcarbonate |
chem. | Ε501 ανθρακικά άλατα καλίου | E501i Kaliumcarbonat |
chem. | Ε501 ανθρακικά άλατα καλίου | E501ii Kaliumhydrogencarbonat |
chem. | Ε501 ανθρακικά άλατα καλίου | E501 Kaliumcarbonate |
coal., chem. | εκρηκτικές ύλες βάσεως χλωρικών αλάτων | Chloratsprengstoff |
coal., chem. | εκρηκτικές ύλες βάσεως χλωρικών αλάτων | Chloratit |
med. | εμπλουτισμός ζωικών ιστών ή κυττάρων με άλατα χρυσού ή αργύρου | Imprägnierung |
environ. | εμπλουτισμός του εδάφους με άλατα | Übersalzung des Bodens |
environ. | εμπλουτισμός του εδάφους με άλατα | Versalzung des Bodens |
met. | εναζώτωση σε λουτρά αλάτων | Badnitrieren |
industr., construct., chem. | ενδεικτικά άλατα θερμοκρασίας | Schmelzsalz |
chem., el. | ενυδάτωση αλάτων | Speicherung in Salzhydraten |
chem., el. | ενυδάτωση αλάτων | Salzhydrate als Speichermedium |
chem., el. | ενυδάτωση αλάτων | Hydratisierung von Salzen |
chem., el. | ενυδατωμένα άλατα | Salzhydrate |
environ., agric., chem. | επίπεδο των νιτρικών αλάτων | Nitratgehalt |
chem. | επεξεργασία με χρωμικά άλατα | chromatisieren |
mech.eng. | επικάθιση αλάτων | Kesselsteinansatz |
mech.eng. | επικάθιση αλάτων | Kesselsteinablagerung |
chem. | επιφανειακό ελάττωμα εξαιτίας διαλυτών αλάτων | Fehler am Rand der Fliese durch loesliche Salze |
industr., construct. | ευαισθησία στα άλατα | Salzabhängigkeit |
chem., el. | εύτηκτα άλατα | eutektische Salze |
chem., el. | ζεύγος αλάτων αμμωνίου | reziprokes Ammoniumsalzpaar |
nat.sc., agric. | ζημιές οι οποίες οφείλονται στα άλατα | Salzschäden |
chem. | ηλεκτρόλυση των αλκαλικών χλωριούχων αλάτων | Chloralkalielektrolyse |
chem. | ηλεκτρόλυση των αλκαλικών χλωριούχων αλάτων | Elektrolyse von Alkalichlorid |
chem. | ηλεκτρόλυση των αλκαλικών χλωριούχων αλάτων | Alkalichloridelektrolyse |
chem. | ηλεκτρόλυση των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων | Elektrolyse von Alkalichlorid |
chem. | ηλεκτρόλυση των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων | Chloralkalielektrolyse |
chem. | ηλεκτρόλυση των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων | Alkalichloridelektrolyse |
pharma. | ηπαρίνη και τα άλατά της | heparin und seine Salze |
social.sc., agric. | θειικά άλατα | Sulfate |
life.sc. | θερμή πηγή πλούσια σε θειϊκά άλατα | sulfatreicher warmer Pool |
el. | κάμινος λουτρού αλάτων με βυθιζόμενα ηλεκτρόδια | Elektroden-Salzbadofen mit Tauchelektroden |
el. | κάμινος λουτρού αλάτων με ηλεκτρόδια | Elektroden-Salzbadofen |
el. | κάμινος λουτρού αλάτων με υποβρύχια ηλεκτρόδια | Elektroden-Salzbadofen mit nicht durch die Oberfläche eintauchenden Elektroden |
met. | κάμινος με λουτρό αλάτων | Salzbadofen |
med. | καρκίνος του πνεύμονα οφειλόμενος σε άλατα χρωμίου | Chromatlungenkrebs |
med. | καταβύθιση των πρωτεϊνών με άλατα | Aussalzung der Proteine |
industr., construct. | κατεργασία με άλατα | Mineralgerbung |
met. | κατεργασία με χρωμικά άλατα | Chromatierung |
pharma., chem. | κιτρικά άλατα | Citrate |
agric. | κρασί μεγάλης περιεκτικότητας σε άλατα σιδήρου και θειϊκά | ein zu grosser Gehalt an Eisensalzen und Sulfiden im Wein |
chem. | κυανιούχα άλατα | Zyanide |
food.ind., chem. | κυκλαμινικό οξύ και τά άλατά του Na και Ca ; Ε 952 | E 952 |
food.ind., chem. | κυκλαμινικό οξύ και τά άλατά του Na και Ca ; Ε 952 | Cyclohexylsulfamidsäure und ihre Na- und CA-Salze |
environ. | Λάσπες από την αφαίρεση ανθρακικών αλάτων | Schlaemme aus der Dekarbonatisierung |
environ. | λάσπη από την αφαίρεση ανθρακικών αλάτων | Schlamm aus der Dekarbonatisierung |
met. | λουτρό χρωμικών αλάτων | Chromatierungsbad |
med. | μείγμα παρασκευασμένων αλάτων για ιατρικά λουτρά | Salzgemisch fuer medizinische Baeder |
environ. | Μεταλλικά άλατα εκτός 06 03 00 | Metallsalze ausser 06 03 00 |
chem., el. | μη πτητικά άλατα | nicht flüchtige Salze |
mech.eng. | μηχανή καθαρισμού των λεβήτων από άλατα | Kesselsteinbeseitigungsgerät |
met. | μπάνιο αλάτων | Salzbad |
environ. | νιτροένωση/ένωση νιτρικών αλάτων | Stickstoffverbindung |
environ. | νιτροποίηση αμμωνιακών αλάτων | Salpeterbildung |
environ. | νιτροποίηση αμμωνιακών αλάτων | Nitrifizierung |
environ. | νιτροποίηση αμμωνιακών αλάτων | Nitrifikation |
nat.sc., life.sc. | ολιγοτροφικά ύδατα με ελάχιστα μεταλλικά άλατα | oligotrophe und sehr schwach mineralische Gewässer |
life.sc. | ορίζων συγκεντρώσεως ανθρακικών αλάτων | karbonatreicher Bodenhorizont |
agric. | ορθοφωσφορικά άλατα | Orthophosphate |
chem. | πίσσα των θειϊκών αλάτων | Talloel-Pech |
chem. | πίσσα των θειϊκών αλάτων | Sulfatpech |
chem., el. | περιεκτικότητα σε άλατα | Salzgehalt |
environ., agric., chem. | περιεκτικότητα σε νιτρικά άλατα | Nitratgehalt |
med. | περικαρδίτις με εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου στο περικάρδιο | Pericarditis calcarea s.calculosa (pericarditis calculosa) |
med. | πνευμονοκονίαση από άλατα χρωμίου | Chromatstaublunge |
med. | πνευμονοκονίαση από άλατα χρωμίου | Chromat-Bronchopneumopathie |
med. | πνευμονοκονίωση από άλατα χρωμίου | Chromatstaublunge |
med. | πνευμονοκονίωση από άλατα χρωμίου | Chromat-Bronchopneumopathie |
food.ind. | πολυφωσφορικά άλατα | Polyphosphate |
chem. | προπιονικά άλατα | Propionat |
chem. | προϊόντα για απομάκρυνση των αλάτων που περιέχουν σουλφαμινικό οξύ | Kesselreiniger mit Sulfaminsaeure |
chem. | προϊόντα τύπου αδρανούς υδροχλωρικού οξέος για απομάκρυνση των αλάτων | Kesselreiniger in Form von passivierter SalzsaeureChlorwasserstoffsaeure |
chem., el. | πτητικά άλατα | flüchtige Salze |
chem. | σαπούνι ναφθενικών αλάτων | Naphthenatseife |
life.sc. | σκληρότητα λόγω ανθρακικών αλάτων | Alkalinität |
earth.sc., mech.eng. | σκληρότητα ύδατος λόγω ανθρακικών αλάτων | Karbonathaerte |
agric., chem. | σορβικά άλατα | Sorbate |
chem. | σουλφονικά άλατα πετρελαίου | Petroleumsulfonat |
chem., el. | στήλη με μη πτητικά άλατα | Zersetzungskolonne |
chem., el. | στήλη με μη πτητικά άλατα | Kalkkolonne |
food.ind., chem. | στεατικά άλατα νατρίου, καλίου και ασβεστίου | Natrium-, Kalium- und Calciumstearate |
environ. | Στερεά άλατα που περιέχουν αμμώνιο | feste Salze, die Ammonium enthalten |
environ. | Στερεά άλατα που περιέχουν θειικές, θειώδεις ή θειούχες ενώσεις | feste Salze, die Sulfate, Sulfite oder Sulfide enthalten |
environ. | Στερεά άλατα που περιέχουν νιτρίδια νιτρομεταλικά | feste Salze, die Nitride Metallnitride enthalten |
environ. | Στερεά άλατα που περιέχουν χλωριούχα φθοριούχα ή αλογονούχα στερεά άλατα | feste Salze, die Chloride, Fluoride und andere Halogene enthalten |
energ.ind. | στοιχείο τετηγμένων ανθρακικών αλάτων | geschmolzene Karbonat-Brennstoffzelle |
energ.ind. | στοιχείο τετηγμένων ανθρακικών αλάτων | Karbonatschmelze-Brennstoffzelle |
agric. | συμπληρωματικό σιτηρέσιο μεταλλικών αλάτων | Mineralstoffbeifütterung |
med. | συντελεστής ανοργάνων αλάτων | Demineralisationskoeffizient |
chem., mech.eng. | συσκευή που αφαιρεί τα άλατα από καζάνι | Kesselsteinlöser |
chem., mech.eng. | συσκευή που αφαιρεί τα άλατα από λέβητα | Kesselsteinlöser |
mater.sc., el. | συσσωρευτής τηγμένων αλάτων | Salzschmelzen-Akkumulator |
mater.sc., el. | συσσωρευτής τηγμένων αλάτων | Akkumulator mit geschmolzenen Salzen |
chem., el. | τήξιμα άλατα | Schmelzende Salze |
chem., el. | τηγμένα άλατα | geschmolzene Salze |
chem., el. | τηγμένα άλατα | Salzschmelze |
chem. | τρυγικά άλατα ή εστέρες | Tartrat |
industr. | τσιμέντο αντοχής σε θειικά άλατα | sulfatbeständiger Zement |
industr. | τσιμέντο αντοχής σε θειικά άλατα | Zement HS mit hohem Sulfatwiderstand |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Natriumhexametaphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Natriummetaphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Natriumpolymetaphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Natriumpolyphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Natriumtetrapolyphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | glasiges Natriumpolyphosphat |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Maddrellsches Salz |
food.ind. | υαλώδη πολυφωσφορικά άλατα του νατρίου | Grahamsches Salz |
environ. | υποκατάσταση φωσφορικών αλάτων | Phosphatersatz |
environ. | υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων | Phosphatersatzstoff |
fin., polit., chem. | φθοριούχα άλατα | Fluoride |
health. | φλεγμονή των κυψελίδων οφειλόμενη στα διισοκυανικά άλατα | durch Diisozyanate hervorgerufene Alveolitis |
environ. | φορτίο αλάτων | Salzbelastung |
chem. | φυσικά βορικά άλατα | natuerliche Borate |
food.ind., chem. | φυσικό μείγμα στεατικών αλάτων και χλωρίτη | natürliche Mischung von Steatiten und Chlorit |
environ. | φυτά ανθεκτικά στα άλατα | salztolerant |
environ. | φυτά ανθεκτικά στα άλατα | halophil |
environ., chem. | φωσφορικά άλατα | Phosphate |
econ. | φωσφορικά άλατα | Phosphat |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα ασβεστίου ; Ε 341 | Calciumphosphate |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα ασβεστίου ; Ε 341 | E 341 |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα καλίου ; Ε 340 | Kaliumphosphate |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα καλίου ; Ε 340 | E 340 |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα νατρίου ; Ε 339 | Natriumphosphate |
food.ind., chem. | φωσφορικά άλατα νατρίου ; Ε 339 | E 339 |
environ. | Φωσφορικά και σχετικά στερεά άλατα | Phosphate und verwandte feste Salze |
chem. | χάρτης διχρωμικών αλάτων | Dichromat-Papier |
chem. | χρωματιζόμενος αμέσως με άλατα χρωμίου | chromaffin |
chem. | χρώμα επίχρισης με πυριτικά άλατα | Wasserglasfarbe |