DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Criminal law containing Σύμβαση του | all forms | in specified order only
GreekGerman
Διεθνής Σύμβαση "περί καταστολής του εμπορίου λευκής σαρκός"Internationales Übereinkommen zur Bekämpfung des Mädchenhandels
Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματοςZusatzprotokoll gegen die unerlaubte Herstellung von Feuerwaffen, deren Teilen, Komponenten und Munition sowie gegen den unerlaubten Handel damit zum Übereinkommen der Vereinten Nationen gegen die grenzüberschreitende organisierte Kriminalität
Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματοςFeuerwaffen-Protokoll
Πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθ. 43 παρ. 1 της σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας σύμβαση Ευρωπόλ, το οποίο τροποποιεί την εν λόγω σύμβασηProtokoll aufgrund von Artikel 43 Absatz 1 des Übereinkommens über die Errichtung eines Europäischen Polizeiamts Europol-Übereinkommen zur Änderung dieses Übereinkommens
Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για την απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Σύμβαση για τη βελτίωση της έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςÜbereinkommen aufgrund von Artikel K.3 des Vertrags über die Europäische Union über das vereinfachte Auslieferungsverfahren zwischen den Mitgliedstaaten der Europäischen Union
Σύμβαση "περί καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου των ασέμνων δημοσιευμάτων"Internationale Übereinkunft zur Bekämpfung der Verbreitung und des Vertriebs unzüchtiger Veröffentlichungen
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματοςÜbereinkommen von Palermo
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματοςÜbereinkommen der Vereinten Nationen gegen die grenzüberschreitende organisierte Kriminalität