DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing όρια | all forms
GreekDanish
διοικητικά όριαadministrativ grænse
διοικητικά όρια/όρια διοίκησηςadministrativ grænse
κανονισμός σχετικά με για τα μέγιστα επιτρεπόμενα όριαforordning om maksimalt tilladte grænseværdier
μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειαςen diagnostisk prøve, som tillader af fastlægge kollektive sikkerhedsgrænser
προδιαγεγραμμένα όρια εκπομπώνemissionsstandard
προδιαγεγραμμένα όρια εκπομπώνemissionsstandarder
σύστημα με "ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας"lofts- og handelsordning
σύστημα με "ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας"cap and trade-system
Τα προτεινόμενα εθνικά και διεθνή όρια έκθεσης είναι τα ίδια.de nationalt og internationalt anbefalede eksponeringsgrænser er identiske
τα όρια ασφαλείας εκφράζονται σε RAD ανά μονάδα χρόνουsikkerhedsgrænserne udtrykkes i rad pr. tidsenhed
όρια διοίκησηςadministrativ grænse
όρια εκροήςudslipsgrænser
όρια ετήσιας εσωτερικής δόσεωςårlig grænse for indtag