DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing σύνδεση | all forms
GreekDanish
ένωση και σύνδεσηsammenføjning og samling
επιφανειακή σύνδεσηfinishering af læder
κολλητή σύνδεσηloddested
κολλητή σύνδεσηloddeforbindelse
μηχανή για το τράβημα των νημάτων και για τη σύνδεση των βροχίδωνhulsømsmaskine
πιστόλι για σύνδεση εγγράφωνhæftepistol
πρόχειρη σύνδεσηformontering
συσκευή για τη σύνδεση εγγράφωνhæftemaskine
συσκευή για τη σύνδεση των εγγράφωνhæftemaskine
σύνδεση άκρων σχοινίων ή καλωδίωνsplejsning
σύνδεση αργαλειούvævens redskaber
σύνδεση δι'υπερθέσεωςoverlapningssamling
σύνδεση δύο μερώνmuffe
σύνδεση δύο μερώνkobling
σύνδεση και συρραφήketling
σύνδεση με επικάλυψηforsat samling
σύνδεση με επικάλυψηforsætning
σύνδεση με επικάλυψηoverlapning
σύνδεση με θερμότηταvarmforsegling
σύνδεση με λοξότμησηskråskarring
σύνδεση ξυλόφυλλωνkantsamling
σύνδεση ξυλόφυλλωνfinersamling
σύνδεση φύλλων καπλαμάkantsamling
σύνδεση φύλλων καπλαμάfinersamling