DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing περιοχή | all forms
GreekDanish
ασφαλής περιοχήsikkert område
βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται σε παρακμήindustriområde, der er i tilbagegang
δραστηριότητες στην περιοχήaktiviteter i Området
εδαφική περιοχή στην οποία το προγενέστερο σήμα απολαύει προστασίαςområde,hvor det ældre varemærke er beskyttet
παραμεθόρια περιοχήgrænseområde
περιορισμένη περιοχή προστασίαςbegrænset adgang
περιοχή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσηςlicensområde
περιοχή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσηςlicensområdet
περιοχή διακανονισμούreguleret område
περιοχή που διατηρεί ο δικαιοπάροχοςområde forbeholdt licensgiveren
περιοχή υπό επιτροπείαformynderskabsområde
χωριστή περιοχή κατοικίαςadskilt beboelseszone