DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing περιοχή | all forms
GreekDanish
γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίαςområde udlagt til boligbyggeri
γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίαςareal til boligformål
δασώδης αγροτική περιοχήkratskov
δασώδης αγροτική περιοχήområde med kratbevoksning
δασώδης αγροτική περιοχήkratlandskab
ειδική περιοχή κατοικίαςsærligt boligområde
κατακλυσμένη περιοχήdykket areal
μητροπολιτική περιοχήstorbyområde
μητροπολιτική περιοχήhovedstadsområde
περιοχή αλληλεμπλοκής επιρροώνopland
περιοχή αλληλεμπλοκής επιρροώνinfluensområde
περιοχή αλληλοδιείσδυσηςopland
περιοχή αλληλοδιείσδυσηςinfluensområde
περιοχή αναψυχήςforlystelseskvarter
περιοχή αστικής εξάπλωσηςbyudviklingsområde
περιοχή ειδικής δόμησηςsærligt byggeområde
περιοχή ειδικής δόμησηςområde forbeholdt særligt byggeri
περιοχή εκτός ορίων ρυθμιστικού σχεδίουudkantsområde
περιοχή εκτός ορίων ρυθμιστικού σχεδίουudkantområde
περιοχή επέκτασης κατοικιώνboligudvidelsesområde
περιοχή επέμβασηςudbygningsområde
περιοχή επιδοτούμενης ανάπτυξηςudbygningsområde
περιοχή ιαματικών λουτρώνområde med kursteder
περιοχή ιαματικών λουτρώνkurområde
περιοχή κατοικίαςområde til boligbebyggelse
περιοχή κατοικίαςboligkvarter
περιοχή κατοικίας αγροτικού χαρακτήραboligområde med landligt præg
περιοχή πολεοδομικής συμφόρησηςforøgelse af tætheden i by
περιοχή πολεοδομικής συμφόρησηςfortætning
περιοχή πολιτιστικού,ιστορικού και αισθητικού ενδιαφέροντοςområde af kulturel,historisk og æstetisk værdi
προαστιακή περιοχή κατοικίαςforstadsboligområde
συνέργεια για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσαςsortehavssynergien