Subject | Greek | Danish |
life.sc., agric. | άγονη περιοχή | goldt område |
life.sc., agric. | άγονη περιοχή | tørre område |
life.sc., agric. | άγονη περιοχή | ørkenzone |
life.sc., agric. | άγονη περιοχή | tørt område |
life.sc., agric. | άγονη περιοχή | aride område. |
nat.sc. | άμορφη κυτταρίνη άμορφη περιοχή | amorft område |
med. | έκζεμα στη περιοχή των | anogenitalt eczem |
econ. | αγροτική περιοχή | landregion |
agric. | αγροτική περιοχή | åbent landområde |
gen. | αγροτική περιοχή που αντιμετωπίζει δυσκολίες | landdistrikt med særlige problemer |
gen. | αγροτική περιοχή που αντιμετωπίζει δυσκολίες | landdistrikt i vanskeligheder |
life.sc. | αδιαβατική περιοχή | konvektivt område |
life.sc. | αδιαβατική περιοχή | adiabatisk område |
stat. | ακολουθιακή περιοχή ανοχής | sekventielt toleranceområde |
chem. | ακτινοβολία LASER στην περιοχή RAMAN αναστροφής του σπιν | Spinflip Raman Laser |
nat.sc., agric. | αμπελοκαλλιεργιτική περιοχή | vinregion |
med. | ανάπτυξη μολυσματικού κηρίου στην περιοχή κάποιας δερματοπάθειας | impetiginisation |
life.sc. | 3' ανοδική περιοχή | flankerende region 3' |
life.sc. | 5' ανοδική περιοχή | flankerende region 5' |
life.sc. | 5' ανοδική περιοχή | 5'-flankerende region |
life.sc. | 3' ανοδική περιοχή | 3'-flankerende region |
econ., agric. | αντισταθμιστική πληρωμή ανάλογα με την περιοχή | regionalt differentieret godtgørelse |
gen. | αποβιομηχανικοποιημένη αστική περιοχή | område, som har mistet industriel aktivitet |
econ. | απομακρυσμένη περιοχή | perifer region |
gen. | απομακρυσμένη περιοχή | fjerntliggende område |
gen. | απομακρυσμένη περιοχή | afsidesliggende område |
gen. | απομονωμένη αγροτική περιοχή | isoleret landdistrikt |
stat., scient. | απορροφητική περιοχή | absorberende område |
gen. | αστική περιοχή | bymæssigt område |
gen. | αστική περιοχή σε παρακμή | byområde i tilbagegang |
law, lab.law. | ασφαλής περιοχή | sikkert område |
fin., polit., geogr. | Αυτόνομη περιοχή των Αζορών' Αζόρες | den selvstyrende region Azorerne |
fin., polit., geogr. | Αυτόνομη περιοχή των Αζορών' Αζόρες | Azorerne |
agric. | αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπου | mousserende kvalitetsvin fra bestemte dyrkningsområder af aromatisk type |
agric. | αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπου | mkvbd af aromatisk type |
stat., scient. | βέλτιστη κρίσιμη περιοχή | bedste forkastelsesområde |
gen. | Βαλλωνική Περιοχή | regionen Vallonien |
life.sc. | βενθική περιοχή | bental zone |
econ. | βιομηχανική περιοχή | industriregion |
law | βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται σε παρακμή | industriområde, der er i tilbagegang |
social.sc., polit., agric. | βιομηχανική περιοχή σε παρακμή' βιομηχανική περιφέρεια που φθίνει | industriområde i tilbagegang |
social.sc., polit., agric. | βιομηχανική περιοχή σε παρακμή' βιομηχανική περιφέρεια που φθίνει | region ramt af industriel tilbagegang |
social.sc., polit., agric. | βιομηχανική περιοχή σε παρακμή' βιομηχανική περιφέρεια που φθίνει | industriområde, der er i tilbagegang |
social.sc., polit., agric. | βιομηχανική περιοχή σε παρακμή' βιομηχανική περιφέρεια που φθίνει | industrielt tilbagegangsområde |
life.sc. | βόρεια πολική περιοχή | nordpolaregn |
agric. | γαλακτοκομική περιοχή | mælkeproduktionsområde |
econ. | γεωργική περιοχή | landbrugsregion |
agric., construct. | γεωργική περιοχή | landbrugsområde |
construct. | γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίας | område udlagt til boligbyggeri |
construct. | γη προοριζόμενη ως περιοχή κατοικίας | areal til boligformål |
stat. | γραμμική περιοχή καμπύλης | lineært område |
life.sc., agric. | δασική περιοχή | skovområde |
agric. | δασωμένη περιοχή | skovareal |
agric. | δασωμένη περιοχή | skov |
construct. | δασώδης αγροτική περιοχή | kratskov |
construct. | δασώδης αγροτική περιοχή | område med kratbevoksning |
construct. | δασώδης αγροτική περιοχή | kratlandskab |
life.sc. | διαγονιδιακή περιοχή | intergenisk region |
fin., IT, dat.proc. | διαθέσιμη περιοχή | disponibelt område |
fin., IT, dat.proc. | διαθέσιμη περιοχή | disponibelt felt |
med. | διασπαρμένη περιοχή θολερότητας | spredt,lokaliseret opacitet |
gov. | διεύθυνση κατοικίας : χώρα - περιοχή - διεύθυνση - αριθμός τηλεφώνου | privat adresse : land - sted - adresse - telefon |
earth.sc. | διηχητική περιοχή | transsonisk hastighedsområde |
gen. | διοικητική περιοχή NUTS | administrativt NUTS-område |
earth.sc. | διπλή διαφορική ενεργός περιοχή μεταφοράς νετρονίων | dobbeltdifferential neutrontransport-tusersnit |
gen. | δομημένη περιοχή | bebygget område |
law, min.prod. | δραστηριότητες στην περιοχή | aktiviteter i Området |
law | εδαφική περιοχή στην οποία το προγενέστερο σήμα απολαύει προστασίας | område,hvor det ældre varemærke er beskyttet |
gen. | Ειδική Διοικητική Περιοχή Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας | Folkerepublikken Kinas Særlige Administrative Område Macao |
gen. | Ειδική Διοικητική Περιοχή Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας | Macao |
gen. | Ειδική Διοικητική Περιοχή Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας | Macao, SAR |
gen. | Ειδική Διοικητική Περιοχή Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας | Macao, Kina |
gen. | Ειδική Διοικητική Περιοχή Μακάο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας | Det Særlige Administrative Område Macao |
gen. | Ειδική διοικητική περιοχή του Μακάο | Macao |
gen. | Ειδική διοικητική περιοχή του Μακάο | Folkerepublikken Kinas Særlige Administrative Område Macao |
gen. | Ειδική διοικητική περιοχή του Μακάο | Macao, Kina |
gen. | Ειδική διοικητική περιοχή του Μακάο | Macao, SAR |
gen. | Ειδική διοικητική περιοχή του Μακάο | Det Særlige Administrative Område Macao |
crim.law., immigr. | Ειδική ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα στην περιοχή της Βαλτικής' Ομάδα του Βίσμπυ | Taskforce for Østersøområdet |
crim.law., immigr. | Ειδική ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα στην περιοχή της Βαλτικής' Ομάδα του Βίσμπυ | Visbygruppen |
crim.law., immigr. | Ειδική ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα στην περιοχή της Βαλτικής' Ομάδα του Βίσμπυ | Taskforce om Organiseret Kriminalitet i Østersøområdet |
construct. | ειδική περιοχή κατοικίας | særligt boligområde |
gen. | Ειδικός εντεταλμένος της ΕΕ για την αφρικανική Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών | EUSR for De Store Søers Område i Afrika |
gen. | Ειδικός εντεταλμένος της ΕΕ για την αφρικανική Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών | EU's særlige repræsentant for De Store Søers Område |
gen. | Ειδικός εντεταλμένος της ΕΕ για την αφρικανική Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών | Den Europæiske Unions særlige repræsentant for De Store Søers Område i Afrika |
gen. | εκκενώστε την επικίνδυνη περιοχή | farezone evakueres |
chem. | Εκκενώστε την περιοχή. | Evakuer området. |
nat.sc. | ελάχιστα ανθοκομική περιοχή | minimalt floristisk areal |
hobby, nat.res. | ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή | vildtreservat |
hobby, nat.res. | ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή | jagtreservat |
med. | ελεγχόμενη περιοχή επιτηρούμενη από το προσωπικό της υγειοφυσικής | helsefysisk kontrolleret område |
med. | ελεγχόμενη περιοχή με πιθανότητα αυξημένης μολύνσεως | kontrolleret forureningsområde |
gen. | εμπορική περιοχή | centerområde |
gen. | εμπορική περιοχή | handelsområde |
gen. | εμπορική περιοχή | handelsdistrikt |
gen. | εμπορική περιοχή | butiksområde |
earth.sc. | ενεργειακή περιοχή κάτω της θερμικής | subtermal energiområde |
life.sc., el. | ενεργóς τεκτονικά περιοχή | mobilt bælte |
life.sc., el. | ενεργóς τεκτονικά περιοχή | mobil zone |
life.sc. | ενεργός ηλιακή περιοχή | aktivt solområde |
life.sc. | ενεργός περιοχή | aktivt solområde |
earth.sc. | ενεργός περιοχή πυρηνικού καυσίμου | effektiv brændselszone |
gen. | ενεργός περιοχή του αντιδραστήρα | drivende zone |
econ., commer. | ενισχυόμενη περιοχή | støtteberettigede områder |
gen. | επιλέξιμη περιοχή | støtteberettiget område |
gen. | ευαίσθητη αγροτική περιοχή | vanskeligt stillet landdistrikt |
gen. | ευαίσθητη περιοχή | sårbarhedsvindue |
gen. | Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Περιοχή του Ατλαντικόύ | EU-strategi for Atlanterhavet |
life.sc. | ευσταθής ατμοσφαιρική περιοχή | stabil luft |
fin. | η άριστη νομισματική περιοχή | optimalt valutaområde |
mater.sc., met. | η εναλλασσόμενη κάμψη προκαλεί διακυμάνσεις τάσεων στην περιοχή ορίου διαρροής | frem- og tilbagebøjning fjerner spændingsvingningerne i flydeområdet |
med. | ηθμοειδής περιοχή | area cribrosa |
gen. | ημιαγροτική περιοχή | semiruralt område |
gen. | ημιαγροτική περιοχή | overgangszone mellem by og land |
agric. | ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή | kvalitetsperlevin fra bestemte dyrkningsområder |
nat.sc., agric. | θαμνώδης περιοχή | samling af frugtsorter |
nat.sc., agric. | θαμνώδης περιοχή | pomet |
relig. | θεματική περιοχή | emneområde |
relig. | θεματική περιοχή | felt |
relig. | θεματική περιοχή | fagområde |
relig. | θεματική περιοχή | disciplin |
stat., el. | θερμοηλεκτρική περιοχή | varmekraftområde |
chem., met. | θερμοκρασιακή περιοχή χρήσης του συλλιπάσματος ή της προστατευτικής ατμόσφαιρας | arbejdstemperaturområde |
hobby | θηρευτική περιοχή | jagtområde |
hobby | θηρευτική περιοχή | jagtdistrikt |
earth.sc. | ισημερινή περιοχή | ækvatorial-region |
stat., scient. | ισχυρότατη κρίσιμη περιοχή | stærkeste kritiske område |
stat., scient. | ισχυρότατη κρίσιμη περιοχή | stærkeste forkastelsesområde |
fin. | καθεστώς ενισχύσεων υπέρ μικρών επενδύσεων στη μεθοριακή περιοχή | støtteordning til fordel for mindre investeringer i grænseområde |
agric. | καθορισμένη περιοχή | bestemt dyrkningsområde |
stat. | καλύτερη κριτική περιοχή | bedste kritiske region |
econ., IT, dat.proc. | κανονική περιοχή | normalområde |
econ., IT, dat.proc. | κανονική περιοχή | normalinterval |
agric., industr. | καπνική περιοχή | tobaksdyrkningsområde |
agric., industr. | καπνική περιοχή | tobaksdistrikt |
construct. | κατακλυσμένη περιοχή | dykket areal |
gen. | κεντρική αστική περιοχή | centralt byområde |
gen. | κεντρική περιοχή στοιχείου πυρηνικού καυσίμου | midten af et brændselselement |
gen. | κεντρική περιοχή του πυρήνα αντιδραστήρα | kernens midterzone |
agric. | κλειστή περιοχή | lukket zone |
gen. | κλιματική περιοχή | klimaområde |
gen. | κλωστοϋφαντουργική περιοχή | tekstilområde |
gen. | κλωστοϋφαντουργική περιοχή | tekstildistrikt |
gen. | Κοινή Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Μεσογείου | Den Europæiske Unions fælles strategi for Middelhavsområdet |
med. | κοκκυγική περιοχή | coccygeal |
stat., scient. | κρίσιμη περιοχή | forkastelsesområde |
stat. | κρίσιμη περιοχή | kritisk område |
math. | κρίσιμη περιοχή | forkastelses område |
earth.sc. | μαγνητική περιοχή | Weiss-område |
med. | μαργαροειδής περιοχή | omraade med ardennelse |
econ., agric. | μειονεκτική αγροτική περιοχή | ugunstigt stillet landbrugsområde |
econ. | μειονεκτική γεωργική περιοχή | ugunstigt stillet landbrugsområde |
gen. | μειονεκτική περιοχή | ugunstigt stillet område |
fin., agric. | μειονεκτούσα περιοχή | mindre gunstigt stillet region |
med. | μεσοζωνιαία περιοχή | interzonalregion |
life.sc., environ. | μετακίνηση ουσιών από μια θαλάσσια περιοχή σε άλλη | materialetransport fra det ene hav til det andet |
nat.sc., agric. | μη αλιευόμενη περιοχή | ubefisket område |
gen. | μη προκαθορισμένη περιοχή "γ" | ikkeprædefineret c)-område |
construct. | μητροπολιτική περιοχή | storbyområde |
construct. | μητροπολιτική περιοχή | hovedstadsområde |
med. | μολυσμένη περιοχή | inficeret region |
econ. | νησιωτική περιοχή | øregion |
gen. | νησιωτική περιοχή | øområde |
life.sc. | νότια πολική περιοχή | sydpolaregn |
chem. | Ξεπαγώστε τα παγωμένα μέρη με χλιαρό νερό. Μην τρίβετε την περιοχή που πάγωσε. | Forsigtig opvarmning af frostskadede legemsdele i lunkent vand. Gnid ikke det angrebne område. |
commer., food.ind. | οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή | kvalitetsvin fra bestemte dyrkningsområder |
econ. | οικονομική περιοχή | økonomisk rum |
gen. | Ομάδα "Περιοχή των δυτικών Βαλκανίων" | Gruppen vedrørende den Vestlige Balkanregion |
gen. | ομοιογενής από οικονομική άποψη περιοχή | økonomisk homogent område |
nat.sc., agric., el. | ομφαλική περιοχή | område omkring navlen |
earth.sc., el. | ονομαστική θερμοκρασιακή περιοχή λειτουργίας πυκνωτού | mærketemperaturklasse for en kondensator |
tech. | ονομαστική περιοχή χρησιμοποίησης | nominelle brugsområde |
agric. | Ορατή περιοχή | synligt område |
agric. | Ορατή περιοχή | direkte synligt område |
econ. | ορεινή περιοχή | bjergregion |
gen. | πέριξ περιοχή | naboområde |
econ. | παράκτια περιοχή | kystregion |
gen. | παράκτια περιοχή παράκτια περιφέρεια | kystområde |
econ. | παραμεθόρια περιοχή | grænseregion |
law, immigr. | παραμεθόρια περιοχή | grænseområde |
med. | παρατριμματική περιοχή | intertriginøst område |
med. | παρωτιδική περιοχή | regio parotideomasseterica |
med. | πεδίον τοπικής αντιδράσεως ή περιοχή όπου ασκούνται έντονες πιέσεις | belastningsfelt |
agric. | πεδινή περιοχή | sletteområde |
earth.sc., agric. | πεδινή περιοχή | slette |
earth.sc., agric. | πεδινή περιοχή | sletteland |
agric. | πεδινή περιοχή | lavland |
nat.sc., life.sc. | περιαλπική περιοχή | perialpin område |
econ., life.sc. | περιθωριακή περιοχή | ugunstigt stillet område |
econ., life.sc. | περιθωριακή περιοχή | kriseramt område |
law, IT | περιορισμένη περιοχή προστασίας | begrænset adgang |
med. | περιοφθαλμική περιοχή | periokulær region |
gen. | περιοχή άρθρωσης | knækområde |
gen. | περιοχή άρθρωσης | Y-samling |
agric. | περιοχή έμφορτης ισάλου | vandlinjebælte |
gen. | περιοχή έρευνας και διάσωσης | eftersøgnings-og redningsområde |
econ., commer. | περιοχή "α" | a)-område |
stat., market. | περιοχή αγοράς | sælgers landeområde |
stat., market. | περιοχή αγοράς | købsland |
math. | περιοχή αδιαφορίας | indifferensområde |
tech., el. | περιοχή ακριβείας | måleområde |
construct. | περιοχή αλληλεμπλοκής επιρροών | opland |
construct. | περιοχή αλληλεμπλοκής επιρροών | influensområde |
construct. | περιοχή αλληλοδιείσδυσης | opland |
construct. | περιοχή αλληλοδιείσδυσης | influensområde |
econ. | περιοχή ανάπτυξης | udviklingsregion |
life.sc. | περιοχή αναβλύσεως αρτεσιανών υδάτων | artesisk område |
earth.sc. | περιοχή ανακοπής | stagnationsområde |
earth.sc., tech. | περιοχή αναλογίας | proportionalområdet |
earth.sc., tech. | περιοχή αναλογίας | proportionalområde |
life.sc. | περιοχή αναλόγου υετού | analoge regnområder |
gen. | περιοχή αναφοράς | referenceområde |
life.sc., el. | περιοχή αναφóρτισης | infiltrationsområde |
hobby, construct., mun.plan. | περιοχή αναψυχής | areal til rekreative formål |
hobby, construct. | περιοχή αναψυχής | udflugtslandskab |
hobby, construct., mun.plan. | περιοχή αναψυχής | areal til fritidsformål |
hobby | περιοχή αναψυχής | omraade til rekreative formaal |
construct. | περιοχή αναψυχής | forlystelseskvarter |
agric. | περιοχή ανεμορριμμάτων | stormfaldsareal |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή ανοχής | spalteareal |
earth.sc., lab.law. | περιοχή αντιληπτότητας σήματος | signalreceptionsområde |
stat. | περιοχή αξιοπιστίας | Bayesiansk interval |
stat. | περιοχή αξιοπιστίας | troværdig interval |
stat. | περιοχή αξιοπιστίας | troværdig region |
stat. | περιοχή αξιοπιστίας | Bayesiansk konfidensinterval |
stat. | περιοχή απογραφής | folketællingsdistrikt |
math. | περιοχή αποδοχής | acceptområde |
earth.sc. | περιοχή αποκόλλησης | område med strømningsafløsning |
life.sc. | περιοχή απομόνωσης | isoleret område |
math. | περιοχή απορρόφησης | absorberende region |
fin., scient. | περιοχή απορρόφησης τιμών | stødpudezone |
fin., scient. | περιοχή απορρόφησης τιμών | sikkerhedszone |
chem. | περιοχή αποστάξεως | destillationsinterval |
agric. | περιοχή αποψίλωσης τροπικού δάσους | område,hvor tropisk skove tyddes |
stat. | περιοχή απόρριψης | kritisk område |
stat., scient. | περιοχή απόρριψης | forkastelsesområde |
math. | περιοχή απόρριψης | forkastelses område |
life.sc. | περιοχή ασκήσεων | skydefelt |
construct. | περιοχή αστικής εξάπλωσης | byudviklingsområde |
commer. | περιοχή ασφάλειας | legalitetsformodning |
fin. | περιοχή ασφαλείας | sikkert holdepunkt |
gen. | περιοχή ασφαλείας | sikringsområde |
gen. | περιοχή ατμοποιήσεως | dampproducerende zone |
earth.sc. | περιοχή Βάις | Weiss-område |
econ. | περιοχή Βάρνας | Varnaregionen |
econ., industr. | περιοχή βιομηχανικής ανασυγκρότησης | industriområde under omstilling |
chem. | περιοχή βρασμού | kogeområde |
gen. | Περιοχή Βρυξελλών-Πρωτευούσης | hovedstadsregionen Bruxelles |
econ., commer. | περιοχή "γ" | c)-område |
agric. | περιοχή γαλακτοπαραγωγής | mælkeproduktionsområde |
law | περιοχή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσης | licensområde |
law | περιοχή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσης | licensområdet |
mun.plan., earth.sc. | περιοχή διάχυσης | spredningsområde |
crim.law., immigr., transp. | περιοχή διέλευσης | transitregion |
law, fish.farm. | περιοχή διακανονισμού | reguleret område |
tech., mech.eng. | περιοχή διαλογής | indstillingsområde |
stat. | περιοχή διασποράς | spredningsbånd |
phys.sc., nucl.pow. | περιοχή διαταραχήςβλάβη από ακτινοβολία | beskadigelsesområde |
gen. | περιοχή διαταραχής από μετατοπίσεις | forskydningsområde |
chem. | περιοχή διαχείρισης οξειδίων θείου | forvaltningsområder for svovloxider |
earth.sc. | περιοχή διηχητικής ταχύτητας | transsonisk hastighedsområde |
earth.sc., tech. | περιοχή δοκιμής | prøvningsområde |
earth.sc. | περιοχή δοκιμής | måleområde |
tech. | περιοχή δοκιμών | afprøvningsområde |
agric. | περιοχή δράσεως ανέμων | fetch |
agric. | περιοχή δράσεως ανέμων | frit stræk |
stat., commun., scient. | περιοχή Ε | E-region |
fin., IT | περιοχή εγγραφής | registreringsområde |
construct. | περιοχή ειδικής δόμησης | særligt byggeområde |
construct. | περιοχή ειδικής δόμησης | område forbeholdt særligt byggeri |
life.sc. | περιοχή εισόδου | indstrømningsregion |
life.sc. | περιοχή εισόδου | indgangsregion |
gen. | περιοχή εκτεθειμένη σε υδραυλικές πιέσεις | område udsat for hydraulisk tryk |
construct. | περιοχή εκτός ορίων ρυθμιστικού σχεδίου | udkantsområde |
construct. | περιοχή εκτός ορίων ρυθμιστικού σχεδίου | udkantområde |
gen. | περιοχή εκφορτίσεως αντιδραστήρα | område for tømning af reaktoren |
life.sc., el. | περιοχή εκφóρτισης | udstrømningsområde |
life.sc., el. | περιοχή εκφóρτισης | indvindingsområde |
tech., el. | περιοχή ελέγχου | måleinterval |
stat., transp. | περιοχή ελέγχου | analyseområde |
tech., el. | περιοχή ελέγχου | indstillingsområde |
gen. | περιοχή ελέγχου | reguleringsområde |
gen. | περιοχή ελέγχου του αντιδραστήρα με τη σταθερά χρόνου | tidskonstantområde |
gen. | περιοχή ελέγχου του αντιδραστήρα με την ισχύ | effektområde |
agric. | περιοχή ελεύθερη επιβλαβών οργανισμών | skadegørerfrit område |
med. | περιοχή ελύτρων τενόντων των καμπτήρων των δακτύλων & παλάμης η οποία προσφ | Bunnell's ingenmandsland |
stat. | περιοχή εμπιστοσύνης | sikkerhedsområde |
stat. | περιοχή εμπιστοσύνης | konfidensområde |
fin. | περιοχή εμπορίου | handelsområde |
med. | περιοχή εμφράξεως | infarktområde |
med. | περιοχή εμφράξεως | infarceret område |
gen. | περιοχή ενέργειας κάτω από την περιοχή των θερμικών νετρονίων | subtermisk neutronenergi |
nat.sc. | περιοχή ενδείξεων | instrumenteret rækkevidde |
life.sc., nat.res. | περιοχή ενδημίας | home-range |
life.sc., nat.res. | περιοχή ενδημίας | aktivitetsområde |
earth.sc. | περιοχή εξόδου | udstrømningsregion |
earth.sc. | περιοχή εξόδου | udgangsregion |
construct. | περιοχή επέκτασης κατοικιών | boligudvidelsesområde |
construct. | περιοχή επέμβασης | udbygningsområde |
econ. | περιοχή επαρχίας Σόφιας | Sofiadistriktsregionen |
construct. | περιοχή επιδοτούμενης ανάπτυξης | udbygningsområde |
gen. | περιοχή επιθεωρήσεων κατά την παραλαβή | område for modtagelseskontrol |
gen. | περιοχή επιλέξιμη για ένα στόχο | område støtteberettiget under et mål |
gen. | περιοχή επιλέξιμη για ένα στόχο | mål nr.x-område |
gen. | περιοχή επιλέξιμη για περιφερειακές ενισχύσεις | støtteberettiget region |
gen. | περιοχή επιτηρούμενης καθαριότητος | rent område |
earth.sc. | περιοχή εστιάσεων | fokuseringsspor |
agric. | περιοχή εφοδιασμού | forsyningsområde |
hobby | περιοχή θήρας | jagtområde |
hobby | περιοχή θήρας | jagtdistrikt |
hobby, construct. | περιοχή θερινών κατοικιών | sommerhusområde |
gen. | περιοχή θερμικής διαταραχήςβλάβη από ακτινοβολία | termisk beskadigelse |
construct. | περιοχή ιαματικών λουτρών | område med kursteder |
construct. | περιοχή ιαματικών λουτρών | kurområde |
tech. | περιοχή ισχύος | gyldighedsområde |
tech., chem. | περιοχή ισχύος | arbejdsområde |
econ., polit., loc.name. | περιοχή καθυστερημένη αναπτυξιακά | område med forsinket udvikling |
life.sc. | περιοχή καλυπτόμενη με νερό | oversvømmet område |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή κανονικής λειτουργίας | normalt driftsområde |
tech. | περιοχή καταμέτρησης | tællerområde |
gen. | περιοχή κατασκευών | fremstillingsområde |
gen. | περιοχή κατοικίας | boligområde |
construct. | περιοχή κατοικίας | boligkvarter |
construct. | περιοχή κατοικίας | område til boligbebyggelse |
gen. | περιοχή κατοικίας | beboelsesområde |
construct. | περιοχή κατοικίας αγροτικού χαρακτήρα | boligområde med landligt præg |
agric. | περιοχή κομμένων δένδρων | hugflade |
insur. | περιοχή κόκκινης γραμμής | geografisk eksklusion |
med. | περιοχή λήψης | modtage-område |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας | kapacitetsområde |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας | ydelsesområde |
tech. | περιοχή λειτουργίας | driftsområde |
tech. | περιοχή λειτουργίας | benyttelsesområde |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας εργασίας | arbejdskammer |
mater.sc. | περιοχή μαλακώματος | blødgøringsområde |
agric. | περιοχή μανιταριών | champignonområde |
gen. | περιοχή με ορυχεία | minefelt |
life.sc. | περιοχή με σημαντικό εμπορικό δυναμικό | region med et stort handelspotentiale |
life.sc., coal. | περιοχή με υψηλό δυναμικό ορυκτού πλούτου | område med muligheder for udstrakt mineraludvinding |
stat., scient. | περιοχή μελέτης | område der behandles |
stat., scient. | περιοχή μελέτης | analysegruppe |
life.sc. | περιοχή μεταφοράς | konvektivt område |
life.sc. | περιοχή μεταφοράς | adiabatisk område |
tech., el. | περιοχή μετρήσεων | effektivt område |
tech. | περιοχή μετρήσεως | måleområde |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | område utilgængeligt under normal drift |
econ. | περιοχή Μπουργάς | Burgasregionen |
econ. | Περιοχή Μπρατισλάβας | Bratislava-regionen |
med. | περιοχή νοσοκομείων | sygehusområde |
life.sc., agric. | περιοχή ξηρού κλίματος | ørkenzone |
life.sc., agric. | περιοχή ξηρού κλίματος | goldt område |
life.sc., agric. | περιοχή ξηρού κλίματος | tørre område |
life.sc., agric. | περιοχή ξηρού κλίματος | tørt område |
life.sc., agric. | περιοχή ξηρού κλίματος | aride område. |
earth.sc. | περιοχή ορατού φωτός | det synligt omrτde |
stat. | περιοχή ουράς | hale (i en fordeling, μιας κατανομής) |
math. | περιοχή ουράς | hale i en fordeling (μιας κατανομής) |
stat. | περιοχή ουράς κατανομής | hale |
life.sc. | περιοχή παγίδευσης | elektroindfangende område |
stat. | περιοχή παράγοντα σύγκρισης | område sammenlignelighed faktor |
agric. | περιοχή παραγωγής | produktionsområde |
nat.sc., agric. | περιοχή παραγωγής | produktionsegn |
agric. | περιοχή παραγωγής | dyrkningsområde |
agric. | περιοχή παραγωγής | produktionssted |
earth.sc. | περιοχή πεδίων μικρότερων του Μέγαgauss | submegagaussomrτde |
agric. | περιοχή περιστολής | indsatsområde |
agric. | περιοχή περιστολής | afspærringszone |
tech. | περιοχή πηγών | kildeområde |
construct. | περιοχή πολεοδομικής συμφόρησης | forøgelse af tætheden i by |
construct. | περιοχή πολεοδομικής συμφόρησης | fortætning |
construct. | περιοχή πολιτιστικού,ιστορικού και αισθητικού ενδιαφέροντος | område af kulturel,historisk og æstetisk værdi |
energ.ind. | περιοχή που έχει εξερευνηθεί | efterforsket område |
earth.sc. | περιοχή που έχει πληγεί από σεισμούς | jordskælvsramt område |
gen. | περιοχή που έχει πρόσφατα αστικοποιηθεί | nyligt urbaniseret område |
law | περιοχή που διατηρεί ο δικαιοπάροχος | område forbeholdt licensgiveren |
gen. | περιοχή που καλύπτεται από την άδεια | tilladelsens område |
insur. | περιοχή που κινδυνεύει ή έχει ήδη καταστραφεί από πυρκαγιά | konflagrationsområde |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | region med udviklingsefterslæb |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | tilbagestående region |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | økonomisk svage regioner |
econ., polit., loc.name. | περιοχή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξή της | område, der er bagefter i udvikling |
agric. | περιοχή προελεύσεως | udgangsområde |
econ. | περιοχή προστασίας της φύσης | naturreservat |
industr., construct., met. | περιοχή προτήξεως | fritningszone |
industr., construct., met. | περιοχή προτήξεως | forsmeltningszone |
stat. | περιοχή προτίμησης | præferenceområde |
med. | περιοχή πρωτεΐνης | domæne |
life.sc. | περιοχή πρόβλεψης καιρού | prognoseområde |
mater.sc. | περιοχή πυρκαγιάς | brandsted |
econ. | περιοχή πόλης Σόφιας | Sofiabyregionen |
gen. | περιοχή ραδιενεργού απορρυπάνσεως | dekontamineringsområde |
earth.sc., el. | περιοχή σÙλληψης ηλεκτρονíων | trap-center |
earth.sc. | περιοχή σταθερότητας του πλάσματος | et plasmas stabilitetsomrτde |
earth.sc. | περιοχή στασιμότητας | stagnationsområde |
stat. | περιοχή στατιστικής έρευνας | undersøgelsesområde |
industr., construct., met. | περιοχή στην οπ οία ένα ρεύμα αλλάζει διεύθυνση ροής | zone i hvilken en strøm skifter retning |
fin., scient. | περιοχή συμφόρισης τιμών | rektangel |
gen. | περιοχή συναρμολογήσεων | samleområde |
gen. | περιοχή συνορεύουσα με | naboområde |
stat., nat.sc. | περιοχή συχνοτήτων | frekvensområde |
industr., construct., met. | περιοχή τήξεως | smeltewanne |
industr., construct., met. | περιοχή τήξεως | smeltevanne |
industr., construct., chem. | περιοχή τήξης | smelteinterval |
earth.sc., transp. | περιοχή ταχύτητας | omdrejningsområde |
earth.sc., transp. | περιοχή ταχύτητας | hastighedsområde |
fin., nat.sc. | περιοχή τεχνολογικού στόχου | teknologisk målområde |
econ. | Περιοχή της Košice | Košice-regionen |
econ. | Περιοχή της Žilina | Žilina-regionen |
econ. | Περιοχή της Prešov | Prešov-regionen |
econ. | Περιοχή της Nitra | Nitra-regionen |
econ. | Περιοχή της Banská Bystrica | Banská Bystrica-regionen |
econ. | Περιοχή της Trenčín | Trenčín-regionen |
econ. | Περιοχή της Trnava | Trnava-regionen |
stat. | περιοχή της αδιαφορίας | indifferensområde |
life.sc. | περιοχή της θέσεως της εγκαταστάσεως | grundareal |
life.sc. | περιοχή F της ιονόσφαιρας | F-region |
life.sc. | περιοχή D της ιονόσφαιρας | D-region |
earth.sc. | περιοχή της μεγα-ατμόσφαιρας | megaatmosfæreområde |
stat. | περιοχή της μελέτης | domæne af undersøgelse |
med. | περιοχή του Broca | Brocas sprogcenter |
med. | περιοχή του Broca | Brocas område |
nat.sc., environ. | περιοχή του Βορείου Πόλου | Nordkalotten |
econ. | περιοχή του Λίγηρα | Pays de la Loire |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή του "μηδέν" | nul-område |
econ., polit., agric. | περιοχή του στόχου Χ | mål x-region |
earth.sc. | περιοχή του χώρου των ταχυτήτων | omrτde i hastighedsrummet |
life.sc. | περιοχή τροφοδοσίας | vandforsyningsopland |
life.sc., el. | περιοχή τροφοδοσíας | infiltrationsområde |
life.sc. | περιοχή των ανοδικών θαλασσίων ρευμάτων | opstigning af vand fra havbunden |
stat. | περιοχή τύπου D | type-D område |
stat. | περιοχή τύπου C | type-C område |
stat. | περιοχή τύπου Α | type-A område |
stat. | περιοχή τύπου Β | type-B område |
stat. | περιοχή τύπου Ε | type-E område |
earth.sc. | περιοχή υπεριώδους | ultraviolet omrτde |
law | περιοχή υπό επιτροπεία | formynderskabsområde |
nat.res., agric. | περιοχή υψηλού κινδύνου για την υγεία | højrisikoområde |
nat.sc. | περιοχή υψηλών πιέσεων | ryg |
nat.sc. | περιοχή υψηλών πιέσεων | højtryksryg |
chem. | περιοχή φόρτωσης | belastningsområde |
life.sc. | περιοχή χαμηλής πίεσης | strømstreg |
gen. | περιοχή χαμηλής ραδιενέργειας | rent område |
earth.sc. | περιοχή χαμηλής σεισμικότητας | område med ringe seismisk aktivitet |
tax. | περιοχή χαμηλού φορολογικού συντελεστή | skattebegunstiget område |
life.sc. | περιοχή χαμηλών πιέσεων γενικών δυτικών ανέμων | vestligt trug |
agric. | περιοχή χρησιμοποίησης | anvendelsesområde |
med. | περιοχή χρωμοσωμάτων | kromosomområde |
agric., anim.husb. | περιοχή χωρίς στρωμνή | areal uden strøelse |
industr., construct., chem. | περιοχή ψησίματος | brændingsinterval |
hobby, construct. | περιοχή ψυχαγωγίας | udflugtslandskab |
nat.sc., life.sc. | περιοχή όπου επωάζει | yngleudbredelsesområde |
gen. | περισσότερο αστικοποιημένη περιοχή | urbaniseret område |
commer., fin., geogr. | περιφραγμένη περιοχή | afgrænset område |
gen. | πιο προοδευμένη περιοχή | mest udviklet region |
life.sc. | πλημμυρισμένη περιοχή | oversvømmet område |
econ. | πολική περιοχή | polarområde |
gen. | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν | Den Europæiske Unions civil-militære aktion til støtte for Den Afrikanske Unions mission i Darfurområdet i Sudan |
gen. | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν | AMIS-EU støtteaktion |
life.sc., construct. | προαστιακή περιοχή | forstadsområde |
life.sc., construct. | προαστιακή περιοχή | byernes yderkvarterer |
construct. | προαστιακή περιοχή κατοικίας | forstadsboligområde |
life.sc. | προηγμένος ατμοσφαιρικός ανιχνευτής στην περιοχή μήκους κύματος της τάξεως χιλιοστού | avanceret luftbåren sensor i millimeterbølgeområdet |
fin., econ., account. | προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, που πραγματοποιείται σε γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή | geografisk afgrænset offentligt frit udbud |
econ., commer. | προκαθορισμένη περιοχή "γ" | prædefineret c)-område |
gen. | προκαθορισμένη στατιστική περιοχή πρωτεύουσας | standard metropolitan statistical area |
gen. | προσπελάσιμη περιοχή | tilgængeligt område |
gen. | προστατευόμενη περιοχή | beskyttet zone |
gen. | προστατευόμενη περιοχή | fredet område |
gen. | προστατευόμενη περιοχή | beskyttet område bredere term |
tech. | πρόσθετη περιοχή | finindstilling |
chem. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή. | Ved brand: Evakuer området. |
chem. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. | Ved brand: Evakuer området. Bekæmp branden på afstand på grund af eksplosionsfare. |
chem. | Σε περίπτωση σοβαρής πυρκαγιάς και εάν πρόκειται για μεγάλες ποσότητες: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. | Ved større brand og store mængder: Evakuer området. Bekæmp branden på afstand på grund af eksplosionsfare. |
earth.sc. | σεισμογενής περιοχή | jordskælvsområde |
earth.sc., mech.eng. | σταθερή περιοχή | stabilt funktionsområde |
stat. | στατιστική περιοχή ανοχής | statistisk toleranceområde |
tech., met. | στη δοκιμασία λέβητα το μέταλλο παραμένει στην ελαστική περιοχή | ved kedelprøvningen forbliver metallet i det elastiske område |
econ., environ. | Στρατηγική και σχέδιο δράσης για την προστασία του περιβάλλοντος στην περιοχή της Μεσογείου | Strategi og handlingsplan for miljøbeskyttelse i Middelhavsområdet |
gen. | στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή του Δούναβη | EU-strategi for Donauområdet |
earth.sc. | συμπιεσμένη περιοχή | sænkning |
construct. | συνέργεια για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας | sortehavssynergien |
gen. | συνορεύουσα περιοχή | naboområde |
earth.sc. | σύλληψη στην περιοχή εκλεκτικότητας | indfangning i resonansområdet |
cust. | τελωνειακή περιοχή | toldområde |
econ. | τουριστική περιοχή | turistregion |
hobby, construct. | τουριστική περιοχή | rekreativt område |
hobby | τουριστική περιοχή | turistomraade |
nat.sc., agric. | υγρή περιοχή | vådområde |
econ., life.sc. | υπεραιμική περιοχή | konfluensområder |
gen. | υπεύθυνος για την κάθε περιοχή | områdeansvarlig |
gen. | υπεύθυνος για την κάθε περιοχή | landeansvarlig |
econ., construct., mun.plan. | υποβαθμισμένη αστική περιοχή | nedslidt byområde |
fin., industr. | φθίνουσα περιοχή | kriseramte regioner |
gen. | Φλαμανδική Περιοχή | regionen Flandern |
agric., construct. | φυσική λιμνοδεξαμενή σε λοφώδη περιοχή | opstemningsbassin |
life.sc. | φυσική συνοπτική περιοχή | naturlig synoptisk region |
life.sc., el. | χρονοραδιογεωγραφική περιοχή | tid-frekvens-sted |
law | χωριστή περιοχή κατοικίας | adskilt beboelseszone |
gen. | ψυχρή περιοχή | rent område |
fin., industr. | όργανο με μία περιοχή ζύγισης | vægt med kun ét vejeområde |