DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing περιουσία | all forms
GreekDanish
ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητη περιουσίαbruttoindtægt af fast ejendom
αποκτά ή διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσίαerhverve og afhænde løsøre og fast ejendom
εισόδημα από ακίνητη περιουσίαejendomsindtægter
περιουσία επιχείρησηςbeholdning af erhvervsejendomme
περιουσία των ΚοινοτήτωνFællesskabernes formue
φορολογητέα ακίνητη περιουσίαskattepligtig ejendom