DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing μεροληψία | all forms
GreekDanish
αρνητική μεροληψίαsystematisk for lille skøn
διαδικαστική μεροληψίαdataindsamlingsfej
εγγενής μεροληψίαiboende skævhed
μεροληψία βάρουςvejningsfejl
μεροληψία που οφείλεται στο δειγματολήπτηsystematisk fejl forårsaget af interviewer
μεροληψία προδιαγραφήςspecifikationsskævhed
μεροληψία τύπουtypeskævhed