DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing λόγος | all forms
GreekDanish
ακαθάριστος λόγος αύξησηςsamlet tilvækstrate
λόγος για κάθε επανασύσταση πιστώσεωνbegrundelse for hver enkelt genopførelse
λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠgæld i forhold til BNP
λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠgældsforhold
λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠgældskvotient
λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠgældskvote
λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠbudgetunderskud i procent af BNP
λόγος μεγεθώνkvotient
λόγος πεμπτημορίων εισοδήματοςkvintilsats for indkomster
λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόνden offentlige gælds andel af BNP
λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόνden procentdel, som den offentlige gæld udgør af bruttonationalproduktet
λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόνoffentlig gæld i forhold til bruttonationalproduktet
λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόνden andel, som den offentlige gæld udgør af bruttonationalproduktet
λόγος του προβλεπόμενου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόνprocentdel, som det forventede eller faktiske offentlige underskud udgør af bruttonationalproduktet
μέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠgældskvotient
μέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠgældskvote
μέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠgæld i forhold til BNP
μέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠgældsforhold
μέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠbudgetunderskud i procent af BNP
οριακός λόγος εργασίας-προϊόντοςgrænseforholdet mellem arbejde og produktion