DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing η | all forms | exact matches only
GreekDanish
ανασχετική ή αποσβεστική ενέργεια ταμιευτήροςvirkning af tilbageholdelse af højvande i et reservoir
απλή σύνδεση σωλήνων χωρίς ταινία ή ενίσχυσηenkelt rørforbindelse uden afstivning eller forstærkning
βέργα όπου σημειώνεται η θέση των πλακιδίωνretholt
γεώτρησις με σωλήνωσιν διάτρητον ή μετ'εγκοπώνboring med perforeret forerør
δικαίωμα κατασκευής κτισμάτων ή δουλείας οδούretten til at opføre bygninger og anlægge veje
επενδεδυμένον ή κτιστόν φρέαρmuret brønd
επενδεδυμένον ή κτιστόν φρέαρforet brønd
η προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική,ιστορική ή αρχαιολογική αξίαbeskyttelse af nationale skatte af kunstnerisk, historisk eller arkæologisk værdi
κατακόρυφο ή κεκλιμένο στραγγιστήριοafskærende dræn
κατοικία ενός ή δυο ορόφωνlav bebyggelse
κοίλωμα ή φωληάforsænket hul for skrue- eller naglehoved
λιθόρριπτο φράγμα με κατακόρυφο ή κεκλιμένο αργιλικό πυρήναstenfyldsdæmning med vertikal lerkerne
λιμναίος ή ποτάμιος οικισμόςpæleværk
λιμναίος ή ποτάμιος οικισμόςpælebygning
μηχανή σχηματισμού σε τύπους των προκατασκευασμένων στοιχείων από τσιμέντο ή σκυρόδεμαmaskine til fremstilling af betonvarer
παραγωγή οικοδομικών και κατασκευαστικών υλικών από σκυρόδεμα,τσιμέντο ή γύψοfremstilling af byggematerialer af beton og gips samt asbestcementvarer
προσωριναί χονδροσανίδες ή δοκίδες ανυψώσεως στέψεωςinterimistisk stemmebjælke
ράβδος συμπιεσμένη από αξονικές τάσεις ή τάσεις παράλληλες στον άξοναAksial eller parallel til aksen trykket stang
σφραγιστική στρώσις ασφάλτου,υδατόπωμα,στεγανωτικόν παρέμβυσμα,στεγανοποιητκή επικάλυψις ή επίχρισμαforsegling
τεμάχιο διπλής ή τριπλής υαλόφραξηςtermorude
τεμάχιο διπλής ή τριπλής υαλόφραξηςisoleringsrude
τεχνικόν εισόδου ή εξόδου σήραγγοςtunnelindgang
υδρογράφημα ή καμπύλη παροχών επιφανειακής ροήςoverfladeafstrømningshydrograf
φράγμα κτιστόν ή εκ σκυροδέματοςdæmning af murværk