Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Construction
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Danish
ανασχετική
ή
αποσβεστική ενέργεια ταμιευτήρος
virkning af tilbageholdelse af højvande i et reservoir
απλή σύνδεση σωλήνων χωρίς ταινία
ή
ενίσχυση
enkelt rørforbindelse uden afstivning eller forstærkning
βέργα όπου σημειώνεται
η
θέση των πλακιδίων
retholt
γεώτρησις με σωλήνωσιν διάτρητον
ή
μετ'εγκοπών
boring med perforeret forerør
δικαίωμα κατασκευής κτισμάτων
ή
δουλείας οδού
retten til at opføre bygninger og anlægge veje
επενδεδυμένον
ή
κτιστόν φρέαρ
muret brønd
επενδεδυμένον
ή
κτιστόν φρέαρ
foret brønd
η
προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική,ιστορική ή αρχαιολογική αξία
beskyttelse af nationale skatte af kunstnerisk, historisk eller arkæologisk værdi
κατακόρυφο
ή
κεκλιμένο στραγγιστήριο
afskærende dræn
κατοικία ενός
ή
δυο ορόφων
lav bebyggelse
κοίλωμα
ή
φωληά
forsænket hul for skrue- eller naglehoved
λιθόρριπτο φράγμα με κατακόρυφο
ή
κεκλιμένο αργιλικό πυρήνα
stenfyldsdæmning med vertikal lerkerne
λιμναίος
ή
ποτάμιος οικισμός
pæleværk
λιμναίος
ή
ποτάμιος οικισμός
pælebygning
μηχανή σχηματισμού σε τύπους των προκατασκευασμένων στοιχείων από τσιμέντο
ή
σκυρόδεμα
maskine til fremstilling af betonvarer
παραγωγή οικοδομικών και κατασκευαστικών υλικών από σκυρόδεμα,τσιμέντο
ή
γύψο
fremstilling af byggematerialer af beton og gips samt asbestcementvarer
προσωριναί χονδροσανίδες
ή
δοκίδες ανυψώσεως στέψεως
interimistisk stemmebjælke
ράβδος συμπιεσμένη από αξονικές τάσεις
ή
τάσεις παράλληλες στον άξονα
Aksial eller parallel til aksen trykket stang
σφραγιστική στρώσις ασφάλτου,υδατόπωμα,στεγανωτικόν παρέμβυσμα,στεγανοποιητκή επικάλυψις
ή
επίχρισμα
forsegling
τεμάχιο διπλής
ή
τριπλής υαλόφραξης
termorude
τεμάχιο διπλής
ή
τριπλής υαλόφραξης
isoleringsrude
τεχνικόν εισόδου
ή
εξόδου σήραγγος
tunnelindgang
υδρογράφημα
ή
καμπύλη παροχών επιφανειακής ροής
overfladeafstrømningshydrograf
φράγμα κτιστόν
ή
εκ σκυροδέματος
dæmning af murværk
Get short URL