DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing επιτροπή | all forms
GreekDanish
διεθνής επιτροπή για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίεςDet Internationale Udvalg for Ikke-ioniserende Stråling
εθνική επιτροπή εργασίαςLandsarbejdsnævnet
εθνική επιτροπή ισότηταςnationalt ligestillingsråd
εθνική επιτροπή συγκόλλησηςnationalt råd for svejseuddannelse
επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεωςparitetisk forfremmelsesudvalg
Επιτροπή αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντωνUdvalget for Anerkendelse af Erhvervsmæssige Kvalifikationer
Επιτροπή Ανωτέρων Επιθεωρητών ΕργασίαςUdvalget af Arbejdstilsynschefer
Επιτροπή Απασχόλησηςbeskæftigelsesudvalg
Επιτροπή για την πολιτική της απασχόλησης και της αγοράς εργασίαςudvalg for beskæftigelses-og arbejdsmarkedspolitikken
επιτροπή για τους ηλικιωμένουςældrekommissionen
επιτροπή δράσηςkampudvalg
επιτροπή δράσηςaktionskomité
επιτροπή κλαδικού διαλόγουsektordialogudvalg
επιτροπή παιδικής ευημερίαςBørnekommissionen
επιτροπή συνεννόησηςkommission for arbejdsmarkedsspørgsmål
ισομερής επιτροπήparitetisk udvalg
μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβαDet Blandede Udvalg for Harmonisering af Arbejdsvilkårene inden for Stålindustrien
μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβαDen Blandede Kommission til Harmonisering af Arbejdsvilkårene i Jern- og Stålindustrien
μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργίαDet Blandede Udvalg for Harmonisering af Arbejdsvilkårene inden for Stålindustrien
μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργίαDen Blandede Kommission til Harmonisering af Arbejdsvilkårene i Jern- og Stålindustrien
μισθωτοί που έχουν συστήσει οι ίδιοι "συντονιστική επιτροπή"koordineringsgrupper
τεχνολογική επιτροπήteknologiudvalg
τοπική επιτροπή προσωπικούlokal sektion af et personaleudvalg