DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing ειδική άδεια | all forms | in specified order only
GreekDanish
ειδική άδειαsærlig ferie
ειδική άδειαkortvarig orlov
ειδική άδεια απουσίαςsærlig orlov
ειδική άδεια απουσίαςsærlig ferie
ειδική άδεια απουσίαςkortvarig orlov
ειδική άδεια απουσίας για τη συμμετοχή νέων σε προγράμματα εκπαίδευσης στελεχώνorlov med henblik på uddannelse til ungdomsleder
ειδική άδεια λόγω αρχαιότηταςekstra ferie som følge af anciennitet
ειδική άδεια λόγω αρχαιότηταςekstra ferie knyttet til anciennitet