DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing δοκιμή | all forms
GreekDanish
δοκιμή ίναςfiberprøvning
δοκιμή ανάρτησηςaffjedringsprøve
δοκιμή ανθεκτικότηταςprøvning af strækbarhed
δοκιμή ανθεκτικότητας στη φθοράslidprøvning
δοκιμή αντίστασης στο ζεστό νερόkogefast
δοκιμή αντίστασης στο ζεστό νερόkogebestandig
δοκιμή αντοχήςresistensprøve på planglas
δοκιμή αντοχής σε κρύο νερόprøve for koldtvandsbestandighed
δοκιμή αντοχής στο περιβάλλονprøve af vind- og vejrbestandighed
δοκιμή γυμνού αγωγούstripline-prøve
δοκιμή διάτμησηςoverklipningsprøve
δοκιμή διάτμησηςforskydningsprøve
δοκιμή διάτρησηςperforeringsforsøg
δοκιμήπείραμαδια παραχώματοςjordbundstest
δοκιμή ελεύθερου πεδίουprøvning i frit felt
δοκιμή θρυμματισμούbrud- og splintringsprøve
δοκιμή κατά VICATVicatprøve
δοκιμή κρούσεωςpilefaldprøve
δοκιμή κυττάρου ΤΕΜTEM-celleprøve
δοκιμή κόλλησης του κόντρα-πλακέlimfugeprøvning af krydsfiner
δοκιμή μέτρησης δυσκαμψίαςstivhedsprøve
δοκιμή μηχανικής αντοχήςafprøvning af mekanisk modstandsdygtighed
δοκιμή που προορίζεται για τη μέτρηση των αλλαγών των διαστάσεων στα υφάσματαapparat til måling af dimensionsændringer
δοκιμή πυρείουtændstikprøve
δοκιμή σκληρότητας κατά ΚΝΟΟΡKnoop-hårdhedsprøve
δοκιμή στεγανότηταςafprøvning af lækagetæthed
δοκιμή τριβήςslidprøve
κάνω δοκιμή στο καλαπόδιat prøvehæfte på læsten
μυκητολογική δοκιμήmykologisk prøve
υδραυλική δοκιμήhydrostatisk prøvningstryk