DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing γίνεται | all forms
GreekDanish
αξιόγραφο που γίνεται δεκτό για επαναχρηματοδότησηveksel der kan refinansieres
αξιόγραφο που γίνεται δεκτό για επαναχρηματοδότησηrefinansierbar veksel
ελλείψει απορριπτικής αποφάσεως,η πρόταση τροπολογίας γίνεται δεκτήtræffes ingen beslutning om at forkaste ændringsforslaget, er det godkendt
μισθός στον οποίο γίνεται κράτησηfradragspligtig indtægt