DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing γίνεται | all forms
GreekDanish
Ενα μέρος από τη βλάβη που γίνεται στα σπερματικά κύτταρα μπορεί να είναι μη αντιστρεπτό.en del af strålingsbeskadigelsen af kimceller kan være uoprettelig
η δέσμευση του ασβεστίου από το αλγινικό μπορεί να γίνεται για να ευνοηθεί το πέρασμα του μολύβδουbinding af calcium til alginet fremmer passagen af bly
Η δέσμη εξασθενείται με τη βοήθεια αλουμινίου και γίνεται όσο το δυνα-τόν ομοιογενής.strålen svækkes ved hjælp af aluminium og gøres så homogen som mulig
η εναπόθεση σωματιδίων γίνεται σε όλα τα μέρη των αναπνευστικών οδώνaflejring af partikler finder sted i hele luftvejen