Subject | Greek | Danish |
gen. | αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο χωρίο, κεφάλαιο, σημείο. Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω. | den samme (idem) |
gen. | αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο χωρίο, κεφάλαιο, σημείο. Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω. | det samme (idem) |
gen. | αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο χωρίο, κεφάλαιο, σημείο. Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω. | idem (idem) |
gen. | αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο χωρίο, κεφάλαιο, σημείο. Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω. | de samme (idem) |
med. | αυτός που έχει βαρειά ή άσχημη μυρωδιά | stærkt lugtende |
med. | αυτός που έχει βαρειά ή άσχημη μυρωδιά | graveolens |
med. | αυτός που έχει δόντια με επίπεδη μύλη όπως τα ζώα | haplodont |
health. | αυτός που έχει πλήρη όραση για τα επτά χρώματα του φάσματος | heptachrom |
med. | αυτός που έχει σκληρυνθεί | indureret |
med. | αυτός που έχει σκληρυνθεί | hård |
med. | αυτός που έχει στραφεί προς τα έσω | introrsus |
med. | αυτός που έχει στραφεί προς τα έσω | indadvendt |
med. | αυτός που έχει τον ίδιο γονότυπο | isolog |
med. | αυτός που έχει υποστεί ρήξη της αντιρρόπησης | inkompenseret |
med. | αυτός που έχει υποστεί ρήξη της αντιρρόπησης | dekompenseret |
med. | αυτός που βρίσκετα στα λευκά αιμοσφαίρια | intraleukocytær |
med. | αυτός που βρίσκεται κάτω από την άρθρωση | infraartikulær |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάποια επίφυση | intraepifysær |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάποια επίφυση | intraepifyseal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στα σωληνάρια | intrakanalikulær |
gen. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην εγκεφαλική δεξαμενή | intracisternal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | intraurethral |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουσία του αμφιβληστροειδούς | intraretinal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στον αυλό | intraluminal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στον κόλπο | intrasinusoidal |
med. | αυτός που βρίσκεται σε εγκεφαλική αύλακα ή σχισμή | intrafissural |
med. | αυτός που βρίσκεται σε κάποιο δεμάτιο | intrafascikulær |
med. | αυτός που βρίσκεται σε κοιλότητα | intrakavitær |
med. | αυτός που βρίσκεται στα αιμοσφαίρια | intraglobulær |
med. | αυτός που βρίσκεται στις νωτιαίες δεσμίδες | intrafunikulær |
med. | αυτός που βρίσκεται στο τουρκικό εφίππιο | intrasellær |
med. | αυτός που βρίσκεται στους γλουτιαίους μυς | intraglutæal |
med. | αυτός που δεν έχει ζεύγος | impar |
med. | αυτός που δεν έχει ζεύγος | uparret |
med. | αυτός που εισχώρησε στην σάρκα | nedgroet (incarnatus) |
med. | αυτός που εισχώρησε στην σάρκα | incarnatus |
med. | αυτός που εκκρίνει ισοαντισώματα | isosekretor |
health. | αυτός που μασά φύλλα κόκας | kokabladetygger |
med. | αυτός που μοιάζει με το επινεφρίδιο | hypernephroid |
med. | αυτός που μοιάζει με το επινεφρίδιο | binyrelignende |
med. | αυτός που μοιάζει με υμένα | hymenagtig |
med. | αυτός που παρουσιάζει εκσεσημασμένη βραχυκρανία | hyperbrachycranial |
med. | αυτός που παρουσιάζει υπερχρωμία | hyperchromatisk |
med. | αυτός που προκαλεί ύπνο ή ύπνωση | hypnogen |
met. | ο δακτυλιοειδής αυτός διαφορισμός συνδέεται πιθανά με ορισμένα φαινόμενα της κατεργασίας | disse ringformede sejgringer hænger muligvis også sammen med visse bearbejdningseffekter |
commer., polit., fin. | "ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας | først til mølle-princippet |
econ. | ο υπολογισμός αυτός υπόκειται στην προηγούμενη συναίνεση της Eπιτροπής | denne beregning kræver Kommissionens forudgående godkendelse |
met. | ο χάλυβας αυτός επίσης έχει μεγάλη μηχανική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες | stålet har også god højtemperaturstyrke |