Terms containing Μεγέθυνση | all forms
Subject | Greek | Danish |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | særprogram for forskning og teknologisk udvikling på området bioteknologi 1990-1994 |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | bioteknologisk forskning med sigte på innovation, udvikling og vækst i Europa |
earth.sc. | γωνιακή μεγέθυνση | vinkelforstørrelse |
med. | εκσεσημασμένη μεγέθυνση | hypermegali |
econ., fin. | Ευρωπαϊκή Δράση για την Οικονομική Μεγέθυνση | en europæisk indsats for vækst |
met. | κρίσιμη μεγέθυνση κόκκων | skørhed på grund af kornvækst |
met. | κρίσιμη μεγέθυνση κόκκων | kritisk kornvækst |
comp., MS | μεγέθυνση αντικειμένου | objektzoom |
commun., industr., construct. | μεγέθυνση εικόνας | videoforstærkning |
cultur., earth.sc. | μεγέθυνση εικόνας | Bien's antigen |
IT, dat.proc. | μεγέθυνση κατά 200% | opskalering til 200% |
cultur., commun. | μεγέθυνση μικροταινίας | mikroforstørrelse |
econ. | μηδενική μεγέθυνση | nulvækst |
med. | μονοφθάλμια-αμφοτερόφθαλμη μεγέθυνση | monokulær-binokulær forstørrelse |
econ. | οικονομική μεγέθυνση | økonomisk vækst |
econ., empl. | οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης | jobskabende vækst |
econ. | σταθερή οικονομική μεγέθυνση | bæredygtig vækst |
econ. | σταθερή οικονομική μεγέθυνση | holdbar vækst |
econ. | σταθερή οικονομική μεγέθυνση | holdbar økonomisk vækst |
econ. | σταθερή οικονομική μεγέθυνση | bæredygtig økonomisk vækst |
fin. | Ταμείο προσαρμογής στην οικονομική μεγέθυνση | Væksttilpasningsfonden |