DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing τεμάχιο | all forms
GreekPortuguese
κυλινδρικό τεμάχιο ζεύξηςluva de acoplamento
πρότυπο τεμάχιοprotótipo
πρότυπο τεμάχιοmodelo
συνδετικό κυλινδρικό τεμάχιο με καπάκι επιθεωρήσεωςcaixa de inspeção 
σφαιρικό τερματικό τεμάχιοmontagem de rolamentos na extremidade
σωληνωτό τεμάχιο μονώσεωςanilha isolante para cabo
τεμάχιο αποστάσεωνtubo distanciador
τεμάχιο εξ εκτομής από πλήρες σώμαpeça cortada na massa
τεμάχιο επαφής εμβόλου αντλίας πετρελαίου με τον εκκεντροφόρο τηςtuche
τεμάχιο επαφής εμβόλου αντλίας πετρελαίου με τον εκκεντροφόρο τηςtaco
τεμάχιο πρόσδεσηςelemento de amarração
τεμάχιο ρύθμισηςpeça de regulação
τεμάχιο Τjunta em V
τεμάχιο Τjunta em T
τεμάχιο ταυjunta em V
τεμάχιο ταυjunta em T
τσαλακωμένο τεμάχιο διατηρήσεως αποστάσεωςseparador enrugado
τσαλακωμένο τεμάχιο διατηρήσεως αποστάσεωςdispositivo espaçador enrugado
φθειρόμενο τεμάχιοpeça de desgate
χυτευτό μεταλλικό τεμάχιοpeça metálica
χυτό μεταλλικό τεμάχιοpeça metálica
χυτό ορειχάλκινο τεμάχιοfundicao de bronze