Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
τεμάχιο
|
all forms
Greek
Portuguese
κυλινδρικό
τεμάχιο
ζεύξης
luva de acoplamento
πρότυπο
τεμάχιο
protótipo
πρότυπο
τεμάχιο
modelo
συνδετικό κυλινδρικό
τεμάχιο
με καπάκι επιθεωρήσεως
caixa de inspeção
σφαιρικό τερματικό
τεμάχιο
montagem de rolamentos na extremidade
σωληνωτό
τεμάχιο
μονώσεως
anilha isolante para cabo
τεμάχιο
αποστάσεων
tubo distanciador
τεμάχιο
εξ εκτομής από πλήρες σώμα
peça cortada na massa
τεμάχιο
επαφής εμβόλου αντλίας πετρελαίου με τον εκκεντροφόρο της
tuche
τεμάχιο
επαφής εμβόλου αντλίας πετρελαίου με τον εκκεντροφόρο της
taco
τεμάχιο
πρόσδεσης
elemento de amarração
τεμάχιο
ρύθμισης
peça de regulação
τεμάχιο
Τ
junta em V
τεμάχιο
Τ
junta em T
τεμάχιο
ταυ
junta em V
τεμάχιο
ταυ
junta em T
τσαλακωμένο
τεμάχιο
διατηρήσεως αποστάσεως
separador enrugado
τσαλακωμένο
τεμάχιο
διατηρήσεως αποστάσεως
dispositivo espaçador enrugado
φθειρόμενο
τεμάχιο
peça de desgate
χυτευτό μεταλλικό
τεμάχιο
peça metálica
χυτό μεταλλικό
τεμάχιο
peça metálica
χυτό ορειχάλκινο
τεμάχιο
fundicao de bronze
Get short URL