Subject | Greek | Portuguese |
commun. | γραμμή τροφοδότησης με συνεχές ρεύμα του συνδρομητικού κέντρου από το αστικό | linha alimentadora de PBX |
el. | διακεκομμένο συνεχές κύμα | onda contínua interrompida |
health. | δυστύχημα από γαλβανικό ή συνεχές ρεύμα | acidente por corrente contínua |
IT, dat.proc. | εκτύπωση σε συνεχές χαρτί | impressão em papel contínuo |
mater.sc., industr., construct. | ετικέτες σε συνεχές ρόλο | etiquetas em rolo contínuo |
agric. | θλιπτήριο-συνεχές πιεστήριο | prensa contínua |
agric. | θλιπτήριο-συνεχές πιεστήριο | esmagador |
earth.sc. | παλμική μέθοδος θέρμανσης σε συνεχές ρεύμα | aquecimento por impulsos CC |
earth.sc. | παλμική μέθοδος θέρμανσης σε συνεχές ρεύμα | aquecimento por corrente contínua |
commun. | πολυσύνθετο συνεχές σήμα χωρίς διαστήματα | sinal em sequência |
industr., construct. | στεγνωτήριο ημι-συνεχές κινούμενο με τροχούς | secador semicontínuo,de carro |
mech.eng. | στεγνωτήριο συνεχές με μεταφορική ταινία | secador contínuo,de fita |
med. | συνεχές άγκιστρο | agrafos contínuos |
met. | συνεχές έλαστρο | laminador contínuo |
commun. | συνεχές γραμμικό φάσμα | espetro de riscas contínuo |
el. | συνεχές διαβαθμισμένο ρεύμα | corrente contínua nominal |
el. | συνεχές ηλεκτρόδιο | elétrodo contínuo |
industr., construct. | συνεχές ημερολόγιο | calendário perpétuo |
industr. | συνεχές κάλυμμα | fibra aglomerada |
agric. | συνεχές κατάστρωμα | convés contínuo |
IT | συνεχές κρυπτογράφημα | cifra encadeada |
earth.sc. | συνεχές κύμα | onda contínua |
industr., construct., chem. | Συνεχές Ξηραντήριο | secador contínuo |
food.ind. | συνεχές πιεστήριο | prensa contínua |
met. | συνεχές πορώδες | porosidade perfurante |
industr., construct. | συνεχές πρόνημα | mecha contínua |
mun.plan., el. | συνεχές ρεύμα | corrente directa |
mun.plan., el. | συνεχές ρεύμα | corrente contínua |
el. | συνεχές ρεύμα στάσης | corrente contínua crítica |
IT, el. | συνεχές ρεύμα συλλέκτη | corrente coletor contínua |
commun. | συνεχές σήμα | sinal contínuo |
commun. | συνεχές σήμα αναφοράς | sinal de referência contínua |
mech.eng. | συνεχές στοιχείο αισθητήρα | elemento de deteção contínua |
el. | συνεχές-συνεχές | corrente-contínua corrente-contínua |
IT, el. | συνεχές σύρμα | fio de continuação |
mech.eng. | συνεχές σύρμα πυρανίχνευσης | detetor de fio contínuo |
agric. | συνεχές σύστημα ξήρανσης | secagem contínua |
earth.sc. | συνεχές τόξο | arco contínuo |
industr., construct., met. | συνεχές υαλόνημα | fio contínuo |
industr., construct., chem. | συνεχές υαλόνημα | filamentos de vidro contínuos |
industr., construct., chem. | συνεχές υαλόνημα | fibras de vidro contínuas |
industr., construct., met. | συνεχές υαλόνημα | fio |
industr., construct., met. | συνεχές υαλόνημα | cordão |
earth.sc. | συνεχές φάσμα ήχου | espetro acústico contínuo |
health. | συνεχές φάσμα ακτίνων Χ | espetro contínuo |
commun., el. | συνεχές φορτίο | consumo constante |
el. | συνεχές φορτίο | carga contínua |
environ. | συνεχές φορτίο | poluição contínua |
transp. | συνεχές φρένο | travão contínuo |
IT, life.sc. | συνεχές χαρτί | papel contínuo |
econ. | συνεχές ωράριο | jornada contínua |
el. | συνολικός θόρυβος με συνεχές φάσμα | sopro |
met., el. | συσκευή συγκολλήσεως με συνεχές κύμα ιονισμού υψηλής συχνότητας | aparelho de soldadura com descarga oscilante autoexcitada |
transp., el. | σύστημα αποκλεισμού με συνεχές ρεύμα | bloqueamento automático em corrente contínua |
health. | σύστημα μεγεθύνσεως του μικροσκοπίου ή του στηθοσκοπίου με συνεχές ρεύμα | amplificador de corrente contínua |
transp. | τμήμα συνεχές της γραμμής | troço de via contínuo |
IT, dat.proc. | τροφοδοσία με συνεχές χαρτί | avanço contínuo de papel |
el. | τροφοδότηση με συνεχές | alimentação de corrente contínua |