DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing σταθεροποίηση | all forms
GreekPortuguese
διαστημόπλοιο με χωρική σταθεροποίησηveículo espacial de corpo estabilizado
παθητική σταθεροποίηση με αυτοπεριδίνησηestabilização passiva por rotação
σταθεροποίηση διπλοπεριδίνησηςestabilização por dupla rotação
σταθεροποίηση εικόναςestabilização da imagem
ταλαντωτής με ηλεκτρομηχανική σταθεροποίησηoscilador eletromecânico
ταλαντωτής με σταθεροποίηση συχνότητας από γραμμή μεταφοράςoscilador de linha ressonante
τριαξονική σταθεροποίησηestabilização triaxial