Subject | Greek | Portuguese |
el. | αδιαβατική σταθεροποίηση | estabilização adiabática |
environ. | αερόβια σταθεροποίηση της λάσπης | tratamento biológico aeróbio |
met. | ανόπτηση για σταθεροποίηση | tratamento de estabilização |
gen. | αποθήκευση μόνο μετά τη σταθεροποίηση | armazenar apenas se estabilizado |
el. | αρνητική αντίσταση με σταθεροποίηση ρεύματος | resistência negativa estabilizada por corrente |
econ. | αυτόματη σταθεροποίηση | estabilização automática |
earth.sc., transp. | βαρυτική σταθεροποίηση | estabilização por gradiente gravítico |
agric. | γεωργική σταθεροποίηση | estabilizador agrícola |
el. | γυροσκοπική σταθεροποίηση | estabilização por giroscópio |
life.sc. | γυροσκοπική σταθεροποίηση | estabilização giroscópica |
transp. | γυροσκόπιο για τη σταθεροποίηση των πλοίων | giroscópio para estabilizacão de navios |
commun. | διαστημόπλοιο με χωρική σταθεροποίηση | veículo espacial de corpo estabilizado |
life.sc. | διόρθωση για σταθεροποίηση | correção de ajuste |
el. | Δυναμική στάθεροποίηση | estabilidade dinâmica |
el. | Δυναμική στάθεροποίηση | estabilidade dinamica |
el. | δυναμική σταθεροποίηση | estabilização dinâmica |
transp. | εγκάρσια σταθεροποίηση | estabilização lateral |
el. | ενδογενής σταθεροποίηση | estabilização intrínseca |
tech., industr., construct. | εξοπλισμός για δεκάτισμα ή σταθεροποίηση ή τροποποίηση διαστάσεων | maquinaria para decatissagem ou de estabilização ou alteração dimensional |
earth.sc. | εύρος ζώνης για σταθεροποίηση | largura de banda de estabilização |
fish.farm. | θερμική σταθεροποίηση | fixação pelo calor |
fish.farm. | θερμική σταθεροποίηση | termofixação |
industr., construct. | θερμική σταθεροποίηση | estabilização sobre a forma |
fin. | Κοινοτική βοήθεια για την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη και τη σταθεροποίηση | Ajuda Comunitária para a Reconstrução, o Desenvolvimento e a Estabilização |
fin. | μεταφορά για τη σταθεροποίηση των εσόδων από τις εξαγωγές | transferência para a estabilização das receitas de exportação |
industr., construct. | μηχανή για πολυμερισμό και σταθεροποίηση χρωμάτων | polimerizadora |
transp. | μηχανική σταθεροποίηση | estabilização por mistura |
econ. | οικονομική σταθεροποίηση | estabilização económica |
earth.sc. | οριακή σταθεροποίηση | estabilidade marginal |
commun., IT | παθητική σταθεροποίηση με αυτοπεριδίνηση | estabilização passiva por rotação |
econ. | πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση των επιχειρήσεων | programa de consolidação das empresas |
mech.eng., el. | πτερύγιο με σταθεροποίηση | pá esteada |
agric., mech.eng. | σιδηρόβεργα για σταθεροποίηση του βραχίονα έλξης | estribo da barra de tração |
environ. | σταθεροποίηση αμμοθίνας | fixação de dunas de areia |
life.sc. | σταθεροποίηση αμμοσωρών | fixação das dunas |
stat. | σταθεροποίηση διασποράς | estabilização da variância |
mater.sc., met. | σταθεροποίηση διαστάσεων μέσω ψύξης | estabilização dimensional pelo frio |
earth.sc., transp. | σταθεροποίηση διατοιχισμού | estabilização em rolamento |
commun., IT | σταθεροποίηση διπλοπεριδίνησης | estabilização por dupla rotação |
transp. | σταθεροποίηση εδάφους | estabilização de um solo |
construct. | σταθεροποίηση εδαφών | estabilização de solos |
commun., el. | σταθεροποίηση εικόνας | estabilização da imagem |
comp., MS | σταθεροποίηση εικόνας | estabilização de imagem |
industr. | σταθεροποίηση εν θερμώ | termofixação |
fin. | σταθεροποίηση επιτοκίων | indexação das taxas de juro |
transp. | σταθεροποίηση θέσης-προσανατολισμού | estabilização de orientação |
mater.sc., el. | σταθεροποίηση θερμοκρασίας | estabilização da temperatura |
transp. | σταθεροποίηση λόγω επιφάνειας | estabilização por empeno |
transp. | σταθεροποίηση λόγω κέντρου βάρους | estabilização por colocação baixa do centro de gravidade |
chem. | σταθεροποίηση με απογύμνωση | estabilização por retificação |
earth.sc. | σταθεροποίηση με αποκοπή | estabilização por cisalhamento |
el. | σταθεροποίηση με γυαλί φωσφόρου | estabilização por vidro de fósforo |
transp. | σταθεροποίηση με γυροσκοπικό αντισταθμήρα | estabilização por giroscópio |
transp. | σταθεροποίηση με γυροσκόπιο | estabilização por giroscópio |
transp., mater.sc. | σταθεροποίηση με ελκυσμό σύρματος | estabilização por tração do cabo |
environ. | σταθεροποίηση με επαφή | estabilização por contacto |
transp. | σταθεροποίηση με περιστροφή | estabilização por rotação |
el. | σταθεροποίηση με σφόνδυλο | estabilização por volante de inércia |
agric. | σταθεροποίηση με το ψύχος | estabilização pelo frio |
earth.sc. | σταθεροποίηση με ψαλίδισμα | estabilização por cisalhamento |
chem. | σταθεροποίηση με ψύξη | conformação a frio |
el. | σταθεροποίηση πλάσματος | estabilização do plasma |
el. | σταθεροποίηση πόλωσης | estabilização da polarização |
earth.sc. | σταθεροποίηση σκόνης σκυροδέματος | imobilização de poeira de betão |
transp. | σταθεροποίηση στρωτήρων | reforço das travessas |
el. | σταθεροποίηση συχνότητας | estabilização de frequência |
stat. | σταθεροποίηση της διακύμανσης | estabilização da variância |
environ. | σταθεροποίηση της ιλύος | estabilização dos sedimentos |
environ. | σταθεροποίηση της ιλύος | estabilização de lamas |
food.ind. | σταθεροποίηση της μπίρας | estabilização da cerveja para resistir à formação da turvação ao frio |
earth.sc. | σταθεροποίηση της μόλυνσης | fixação da contaminação |
el. | σταθεροποίηση της τάσης διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού | estabilização do break-back |
forestr. | σταθεροποίηση τιμών | fixar o preço de |
forestr. | σταθεροποίηση τιμών | fixar os preços de |
forestr. | σταθεροποίηση τιμών | preço |
environ. | σταθεροποίηση του εδάφους | estabilização do solo |
food.ind. | σταθεροποίηση του ζύθου | estabilização da cerveja para resistir à formação da turvação ao frio |
agric. | σταθεροποίηση του νήματος | fixação do fio |
el. | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας | estabilização do ponto de funcionamento |
agric., industr. | σταθεροποίηση του χρωματισμου | fixação da cor |
agric. | σταθεροποίηση του χρωματισμού | fixação da cor |
econ. | σταθεροποίηση των αγορών | estabilização dos mercados |
fin., agric. | σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών | regularização dos mercados agrícolas |
econ. | σταθεροποίηση των εισοδημάτων | estabilização de rendimentos |
construct. | σταθεροποίηση των πρανών | estabilização dos taludes |
fin. | σταθεροποίηση των τιμών στις αγορές | estabilização dos preços nos mercados |
met. | σταθεροποίηση ωστενίτου | estabilização da austenite |
gen. | συμφωνία για τη σταθεροποίηση της περιοχής | acordo de estabilização regional |
gen. | Συνοδευτικό πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση του ανατολικού Τσάντ και της βορειοανατολικής Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας | Programa de Acompanhamento para a Estabilização do Leste do Chade e do Nordeste da República Centro-Africana |
commun. | ταλαντωτής με ηλεκτρομηχανική σταθεροποίηση | oscilador eletromecânico |
commun. | ταλαντωτής με σταθεροποίηση συχνότητας από γραμμή μεταφοράς | oscilador de linha ressonante |
el. | ταλαντωτής χωρίς σταθεροποίηση | oscilador não estabilizado |
commun., IT | τριαξονική σταθεροποίηση | estabilização triaxial |
agric., food.ind. | τρυγική σταθεροποίηση | estabilização tartárica |
transp. | χημική σταθεροποίηση | estabilização por adição |