Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Insurance
containing
ο
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Portuguese
ασφαλιστικό πρoi
ό
v
produto de seguro
εγγύηση προς κάποιον
ο
οποίος δίνει προκαταβολή
caução por adiantamento de pagamentos
ισχύει
ο
αναλογικός όρος
sujeito à regra proporcional
κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται
ο
κίνδυνος
Estado-Membro em que se situa o risco
ο
αντασφαλιστής ακολουθεί την τύχη του πρωτασφαλιστού
acompanhar a sorte
ο
αποκτών
adquirente
ο
αρχικά ασφαλισμένος
segurado inicial
ο
ασφαλισμένος δεν ανανέωσε την ασφάλισή του
não aceite
ο
ασφαλιστής απαλλάσσεται του κινδύνου όταν λήγει η ασφάλιση
fora de risco
ο
εξουσιοδοτούμενος δε μπορεί να εκχωρήσει την εξουσιοδότηση
delegatus non potest delegare
ο
εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίας
o assalariado deve estar vinculado por um contrato de trabalho
ο
κομιστής του ασφαλιστηρίου αποκτά τα δικαιώματα
apólice ao portador
προσωρινή ασφάλιση μέχρι
ο
ασφαλιστής να ολοκληρώσει τους όρους της ασφάλισης
com cultura provisória
σύμβαση του
Ο
.Η.Ε.για τη μεταφορά φορτίων διά θαλάσσης
regras de Hamburgo
σύμβαση του
Ο
.Η.Ε.για τη μεταφορά φορτίων διά θαλάσσης
convenção das nações unidas sobre o transporte marítimo de mercadorias
Get short URL