DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing ο | all forms | exact matches only
GreekPortuguese
ασφαλιστικό πρoiόvproduto de seguro
εγγύηση προς κάποιον ο οποίος δίνει προκαταβολήcaução por adiantamento de pagamentos
ισχύει ο αναλογικός όροςsujeito à regra proporcional
κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνοςEstado-Membro em que se situa o risco
ο αντασφαλιστής ακολουθεί την τύχη του πρωτασφαλιστούacompanhar a sorte
ο αποκτώνadquirente
ο αρχικά ασφαλισμένοςsegurado inicial
ο ασφαλισμένος δεν ανανέωσε την ασφάλισή τουnão aceite
ο ασφαλιστής απαλλάσσεται του κινδύνου όταν λήγει η ασφάλισηfora de risco
ο εξουσιοδοτούμενος δε μπορεί να εκχωρήσει την εξουσιοδότησηdelegatus non potest delegare
ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίαςo assalariado deve estar vinculado por um contrato de trabalho
ο κομιστής του ασφαλιστηρίου αποκτά τα δικαιώματαapólice ao portador
προσωρινή ασφάλιση μέχρι ο ασφαλιστής να ολοκληρώσει τους όρους της ασφάλισηςcom cultura provisória
σύμβαση του Ο.Η.Ε.για τη μεταφορά φορτίων διά θαλάσσηςregras de Hamburgo
σύμβαση του Ο.Η.Ε.για τη μεταφορά φορτίων διά θαλάσσηςconvenção das nações unidas sobre o transporte marítimo de mercadorias