Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
ο
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Portuguese
άδεια που ήδη έλαβε
ο
εργαζόμενος
férias gozadas
αιτιολογημένες προτάσεις που αναπτύσσει
ο
Γενικός Εισαγγελέας
conclusões fundamentadas apresentadas por escrito pelo advogado-geral
αιτών άσυλο
ο
οποίος δεν έγινε δεκτός
requerente de asilo recusado
ανακοίνωση πληροφοριών που περιέχει
ο
φάκελος
comunicação de informações contidas nos processos
απόδειξη ότι συναινεί
ο
κάτοχος της άδειας
provar que o licenciado deu o seu consentimento
ασφαλιστής
ο
οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο
segurador que não tenha domicílio na Comunidade mas nela possua uma sucursal ou agência
για να προαχθεί
ο
στόχος της παρούσας συνθήκης
para promover o objetivo do presente Tratado
δαπάνες που υφίσταται
ο
μέτοχος
custo a cargo do acionista
διατάξεις δύναμει των οποίων εκδίδεται
ο
κανονισμός προηγουμένης της φράσεως "έχοντας υπόψη"
as disposições por força das quais o regulamento é adotado, precedidas da expressão "Tendo em conta"
δικηγόρος
ο
οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους
advogado habilitado a exercer no território de um Estado-Membro
εισόδημα από επενδύσεις για το οποίο έχει καταβληθεί
ο
φόρος
dividendos e outros
επανόρθωση ζημιών που προξένησε
ο
μισθωτής
reparação dos danos causados pelo locatário
επιβάρυνση των τελών στα οποία έχει υποβληθεί
ο
άλλος διάδικος
suportar as taxas da outra parte
εποχή κατά την οποία
ο
εργαζόμενος μπορεί να λάβει την άδειά του
época de férias
AζA
ο
Iτήτης απερAόρAστης ευθύξης
proprietário de responsabilidade ilimitada
ισχυρισμοί και επιχειρήματα που προβάλλει
ο
παρεμβαίνων
fundamentos e argumentos invocados pelo interveniente
ισχύει μόνο
ό
,τι λεχθεί προφορικά
faz fé o proprio discurso
καθεστώς που καθορίζει
ο
νόμος
regime supletivo legal
κείμενο συντεταγμένο στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε
ο
καταθέτης
texto redigido na segunda língua indicada pelo requerente
ο
Xάρτης των Hνωμένων Eθνών
Carta das Nações Unidas
ο
έχων την ψιλή κυριότητα
nu proprietário
ο
αναγκαστικός χαρακτήρας των κανόνων αυτών
a natureza coerciva destas regras
ο
αναφερόμενος στη συνομοσπονδία
confederal
ο
αντίδικος εκτελεί εκούσια την απόφαση
a parte contrária cumpre voluntariamente a sentença
ο
απασχολούμενος με σύμβαση στο Δημόσιο
contratado
ο
ασφαλιζόμενος κίνδυνος
o risco segurado
ο
διάδικος ενίκησε και ηττήθηκε μερικώς
a parte seja vencida respetivamente num ou mais pontos
ο
διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση
a parte contra a qual a execução é promovida
ο
δικαιούχος
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
titular
patente
ο
δικαστής που προηγείται αμέσως του εισηγητή δικαστή κατά τη σειρά αρχαιότητος
juiz que imediatamente anteceda o juiz-relator na ordem de precedência
ο
εκτελεστήριος τύπος
a fórmula executória
ο
εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται από την εθνική αρχή
a fórmula executória é aposta pela autoridade nacional
ο
εκχωρητής φέρει τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης
risco associado à exploração suportado pelo cedente
ο
επί κεφαλής μιας ομάδας ανθρακωρύχων
encarregado
ο
επί κεφαλής μιας ομάδας ανθρακωρύχων
chefe de equipa
ο
επ'ευκαιρία υποκείμενος στο φόρο
sujeito passivo ocasional
ο
επι κεφαλής μιας ομάδας οικοδόμων
encarregado
ο
επι κεφαλής μιας ομάδας οικοδόμων
chefe de equipa
ο
ζημιώσας
autor do prejuízo
ο
θεσμός της επιτροπείας
autoridade de tutela
ο
καθού
parte contra a qual o pedido é apresentado
ο
κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του
o regulamento é obrigatório em todos os seus elementos
ο
κανονισμός πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα
recorrente individualmente afetado por um regulamento
ο
κανόνας locus regit actum
a regra locus regit actum
ο
κανόνας βάσει του οποίου λαμβάνεται υπόψη η ιθαγένεια ενός από τους δύο διαδίκους
regra de competência que se funda unicamente na nacionalidade de uma das partes
ο
κύριος οφειλέτης
devedor principal
ο
μη υπαίτιος διαζευγμένος σύζυγος
cônjuge divorciado não culpado
ο
νεότερος δικαστής
juiz menos antigo
ο
νομολογιακός χαρακτήρας του βρετανικού και του ιρλανδικού δικαίου
natureza jurisprudencial dos direitos britânico e irlandês
ο
παρέχων άδεια
licenciante
ο
παρέχων ανεξάρτητες υπηρεσίες
fornecedor de serviços
ο
παραβαίνων συμβατική υποχρέωση
faltoso
Ο
παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος
O presente regulamento é obrigatório em todos os seus elementos e diretamente aplicável em todos os Estados-Membros
ο
προβλεπόμενος από τις συνθήκες διάλογος μεταξύ των οργάνων
o diálogo institucional consagrado nos Tratados
ο
προξενήσας τη ζημία
o autor do dano
ο
προξενήσας την ζημία
autor do prejuízo
ο
πρόεδρος φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο
o presidente assegura a boa ordem da audiência
ο
Oργανισμός δεν δύναται να προβαίνει σε οποιαδήπτε διάκριση μεταξύ των καταναλωτών
a Agência não pode exercer qualquer discriminação entre os utilizadores
ο
Oργανισμός τελεί υπό τον έλεγχο της Eπιτροπής
a Agência fica sob controlo da Comissão
ο
συναινών δεν βλάπτεται
Não se causa dano a quem quer
(Volenti non fit injuria)
ο
υποβάλλων την αίτηση σχεδίου ή υποδείγματος
requerente do desenho ou modelo
ο
χορηγών άδεια
licenciante
ο
χωρισμός των συζύγων
separação dos cônjuges
παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα
ο
οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα
falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factos
περιοχή που διατηρεί
ο
δικαιοπάροχος
território reservado ao licenciante
προφορικές και αιτιολογημένες προτάσεις που αναπτύσσει
ο
Γενικός Εισαγγελέας
conclusões orais fundamentadas do advogado-geral
Oργανισμός
ο
οποίος έχει δικαίωμα προαιρέσεως
uma Agência que tem direito de opção
συμφωνία μεταξύ
Ο
.Η.Ε και Π.Τ.Ε
acordo entre a ONU e a UPU
σύζυγος που εγκατέλειψε
ο
σύζυγός της
esposa abandonada pelo seu marido
υπήκοος άλλου κράτους μέλους
ο
οποίος εκλέγεται
eleito não nacional
Get short URL