DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing ομάδα | all forms
GreekPortuguese
ομάδα αντασφαλιστικών συμβάσεωνconjunto de tratados
ομάδα ασφαλιστών που συγκεντρώνουν το σύνολο της ασφαλιστικής τους δυνατότητας σε κεντρική μονάδαaceitação coletiva 
ομάδα ασφαλιστών στις Η.Π.Α πανομοιότυπης λειτουργίας με τα Λόυδς του Λονδίνουassociação norte-americana do Lloyd's
Συμβουλευτική Ομάδα Χώραςgrupo consultivo de país