DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing κατεργασία | all forms
GreekPortuguese
αιθέριο έλαιο που προκύπτει από την κατεργασία ξύλων για την παρασκευή χαρτομάζας με τη μέθοδο των διθειωδών αλάτωνessência proveniente do fabrico da pasta de papel pelo processo do bissulfito
εξοπλισμός θερμικής κατεργασίαςmaquinaria para tratamento térmico
κατεργασία λέπτυνσηςpré-compactação
κατεργασία,μεταποίηση ή μορφοποίηση των μεταλλευμάτωνtratamento,transformação ou elaboração de minérios
μηχανουργική κατεργασία με αφαίρεση υλικούmecanização por ferramenta
χημική κατεργασία ακτινοβοληθέντων υλικώνtratamento químico dos materiais irradiados