DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing ιδιότητα | all forms
GreekPortuguese
ελαστικό που έχει μαστιχοποιηθεί μέχρις απωλείας των ελαστικών του ιδιοτήτωνborracha mastigada até à "morte"
ιδιότητα θρυμματισμούpropriedade de fraturação
ιδιότητα κατεργασίαςcaracterística de laboração mecânica
ιδιότητες αντοχήςpropriedades mecânicas
ιδιότητες εύρους θερμοκρασίαςpropriedades do intervalo de temperatura eficaz
συγκολλητική ιδιότηταpropriedades da colagem