DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing ιδιότητα | all forms
GreekPortuguese
αίτηση αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγαpedido de reconhecimento do estatuto de refugiado
αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγαreconhecimento da qualidade de refugiado
διπλή ιδιότηταdupla função
διπλωματική ιδιότηταestatuto diplomático
ιδιότητα παρατηρητήestatuto de observador
ιδιότητες του καυσίμου κατά την έκπλυσηpropriedade de lixiviação do combustível
κριτήριο της ιδιότητας του πρόσφυγαcritério relativo à noção de refugiado
πάρεδρο μέλος με συμβουλευτική ιδιότηταassessor com voto consultivo
στάδιο εμφάνισης της ιδιότητας του κολλώδουςintervalo de adesividade
Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως"Convenção Fixando a Idade Mínima de Admissão dos Jovens como Chegadores ou Fogueiros
τα μέλη διορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότηταos membros são designados a título pessoal
φυσική ιδιότηταpropriedade física
χημική ιδιότηταpropriedade química
χρόνος διατήρησης της ιδιότητας του κολλώδουςdomínio de adesividade