Subject | Greek | Portuguese |
health. | αναλυτική ειδικότητα | especificidade analítica |
fin. | αρχή της ειδικότητας | princípio da especificação |
law, immigr. | αρχή της ειδικότητας | regra da especialidade |
fin. | αρχή της ειδικότητας του προϋπολογισμού | princípio de especialidade orçamental |
med. | ατομική ειδικότητα | especificidade individual |
health., ed., school.sl. | δίπλωμα ειδικότητας γενικής παθολογίας | diploma de estágio de especialista |
med., health., anim.husb. | διαγνωστική ειδικότητα | especificidade de diagnóstico |
med. | ειδικότητα του ισομερούς | estereoespecificidade |
med. | ειδικότητα των γονιδίων | especificidade genética |
fin. | ειδικότητα των δαπανών | especificação das despesas |
econ., account. | ειδικότητα των πιστώσεων | especificação |
law, lab.law. | ελλειμματική ειδικότητα | profissão deficitária |
law, lab.law. | ελλειμματική ειδικότητα | especialidade deficitária |
empl. | επαγγελματική ειδικότητα | qualificação profissional |
stat. | ευαισθησία και ειδικότητα | sensibilidade e especificidade |
econ. | ιατρική ειδικότητα | especialidade médica |
health., school.sl., lab.law. | ιατρός με ειδικότητα γενικής ιατρικής | médico generalista |
health., school.sl., lab.law. | ιατρός με ειδικότητα γενικής ιατρικής | assistente de clínica geral |
transp., avia. | Ικανότητα, ειδικότητα | qualificação |
transp., avia. | Ικανότητα, ειδικότητα | averbamento |
fin. | κανόνας της ειδικότητας | regra da especificação |
law | κανόνας της ειδικότητας | regra da especialidade |
lab.law. | μηχανικοί ειδικευμένοι στην ειδικότητα του παραρτήματος IV | engenheiro especializado em outros ramos de atividade especificados no Anexo IV |
gen. | παραιτούμαι ρητώς του ευεργετήματος του κανόνα της ειδικότητας | renunciar expressamente ao benefício da regra da especialidade |
transp. | πιστοποιητικό ειδικότητας | certificado de competência |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ιατρικής ειδικότητας | certificado de especialização em medicina |
health., anim.husb. | σχετική ειδικότητα | especificidade relativa |
health., ed., school.sl. | τίτλος ειδικότητας | título de aprovação na qualidade de médico especialista |
health., ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας | título de especialista |
health., ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας | título de especialização em medicina |
ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας γενικής ιατρικής | Diploma do internato complementar de clínica geral |
transp., nautic. | υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία με ειδικότητα υποπλοιάρχου | período de embarque na qualidade de imediato |
med. | χειρουργική ειδικότητα | especialidade cirúrgica |