Subject | Greek | English |
tech. | άδεια για πιστοποίηση | licence for certification |
commun. | έλεγχος καταλληλότητας και πιστοποίηση των τεχνολογιών των πληροφοριών και των προϊόντων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών | validation and certification of IT and telecommunication products |
earth.sc., tech. | αιτών για πιστοποίηση | applicant for certification |
law, commer. | αρνητική πιστοποίηση | negative clearance |
law | βεβαίωση της γνησιότητας του κειμένου; πιστοποίηση της αυθεντικότητας του κειμένου | authentication of a text |
law | δημοσιεύω την πρόθεσή μου να εκδώσω αρνητική πιστοποίηση | publish its intention to give a negative clearance |
tech. | δικαιούχος για πιστοποίηση | licensee for certification |
transp., tech. | ειδικό για την πιστοποίηση ομοίωμα κεφαλής | certification headform |
energ.ind., industr. | ενεργειακή πιστοποίηση των κτηρίων | energy certification of buildings |
law | επίσημη έγκριση για πιστοποίηση | official acceptance for certification |
transp., mil., grnd.forc. | Επιτροπή για την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας | Committee on the allocation of railway infrastructure capacity and the levying of charges for the use of railway infrastructure and safety certification |
transp., avia. | κοινή πιστοποίηση των αεροναυτικών προϊόντων | joint certification of aeronautical products |
econ. | κοινοτική πιστοποίηση | Community certification |
health., anim.husb. | κτηνιατρική πιστοποίηση | veterinary certification |
health., anim.husb. | κτηνιατρική πιστοποίηση και υγειονομικός έλεγχος | animal and public health certificate |
fin. | ο προσδιορισμός,ο έλεγχος και η πιστοποίηση της καταγωγής | determination, verification and certification of origin |
tech., mater.sc. | οργανισμός επιθεώρησης για πιστοποίηση | inspection body for certification |
environ., agric., polit. | πανευρωπαϊκή πιστοποίηση των δασών | Pan-European Forest Certification Project |
transp., avia. | πιστοποίηση αξιοπλοΐας | certification of airworthiness |
transp., avia. | πιστοποίηση αξιοπλοΐας | certificate of airworthiness |
transp., avia. | πιστοποίηση αξιοπλοΐας | airworthiness certificate |
energ.ind., industr. | πιστοποίηση από ενεργειακή άποψη των κτιρίων | energy certification of buildings |
IT, el. | πιστοποίηση γραμμής | line certification |
transp., avia. | πιστοποίηση εγκατάστασης | installation certification |
life.sc. | πιστοποίηση εδάφους | soil facts |
tech. | πιστοποίηση ΕΚ για ένα υλικό αναφοράς | EC certification of reference material |
transp., avia. | Πιστοποίηση εκμεταλλευομένου | operator certification |
law | πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου | certification as a European enforcement order |
environ. | πιστοποίηση θορύβου αεροσκάφους | noise certification of an aircraft |
fin., industr. | πιστοποίηση καταγωγής | certification of origin |
IT | πιστοποίηση λειτουργικού ελέγχου | operating system certification |
IT | πιστοποίηση λογισμικού | protective domains |
tech. | πιστοποίηση παραγωγικής μεθόδου | process certification |
R&D. | πιστοποίηση πιστότητας' πιστοποίηση συμμόρφωσης | certification of conformity |
med. | πιστοποίηση ποικιλιών σπόρων προς σπορά | varietal certification of seed |
fin. | πιστοποίηση ποιότητας | quality accreditation |
gen. | πιστοποίηση συμμόρφωσης | certification of conformity |
IT | πιστοποίηση συστήματος | software correctness |
interntl.trade. | πιστοποίηση σφαγείου | listing meat plant |
tech. | πιστοποίηση ταυτότητας | conformity certification |
tech. | πιστοποίηση ταυτότητας | certification of conformity |
fish.farm. | πιστοποίηση της ποιότητας | quality certification |
environ. | πιστοποίηση της ποιότητας/έκδοση πιστοποιητικού ποιότητας | quality certification |
commun., industr. | πιστοποίηση της συμμόρφωσης | certification of conformity |
commun., industr. | πιστοποίηση της συμμόρφωσης | attestation of conformity |
health., anim.husb. | πιστοποίηση της υγείας των ζώων | animal health certification |
market. | πιστοποίηση του ζητήματος της καιροσκοπίας | certification free-rider |
econ. | πιστοποίηση των δασών | forest certification |
ed. | πιστοποίηση των δεξιοτήτων | skills accreditation |
fin., agric. | πιστοποίηση των λογαριασμών | certification of accounts |
fin., agric. | πιστοποίηση των λογαριασμών | certifying of accounts |
fin. | πιστοποίηση των λογαριασμών | account certification |
agric. | πιστοποίηση των σπόρων | seed certification |
transp., avia. | πιστοποίηση τύπου | type certification |
transp., avia. | πιστοποίηση τύπου JAA | JAA type certification |
pharma. | πιστοποίηση φαρμακευτικών προϊόντων | certification of medicinal products |
IT, el. | πιστοποιήση τηλεφωνήτριας | operator certification |
fin. | πλήρης πιστοποίηση ασφαλείας | full security accreditation |
transp., avia. | προσωπικό αρμόδιο για την πιστοποίηση | certifying staff |
fin. | προσωρινή πιστοποίηση ασφαλείας | temporary security accreditation |
gen. | πυρηνική πιστοποίηση | nuclear certification |
tech. | σήμα πιστότητας "EK" βασιζόμενο σε πιστοποίηση από αναγνωρισμένο οργανισμό | EC conformity mark based on certification by approved body |
tech. | σήμα συμμόρφωσης για πιστοποίηση | mark of conformity for certification |
immigr. | σύνδεση με πιστοποίηση της γνησιότητας μέσω κωδικού πρόσβασης | password authenticated connection establishment |
agric. | σύστημα για την πιστοποίηση του περιβάλλοντος | environmental certification scheme |
tech. | τεχνικοί κανόνες,πρότυπα,δοκιμές και πιστοποίηση | Technical regulations, standards, testing and certification |
econ. | Euromanagement-τυποποίηση και πιστοποίηση:μέτρα για την παροχή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε θέματα τυποποίησης και πιστοποίησης | Euromanagement-standardization, certification, quality and safety:measures to provide advisory services to small and medium enterprises |
gen. | υλική πιστοποίηση των αποκτηθέντων ειδών | reception of purchased equipment |