DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing χρονικό | all forms
GreekEnglish
ενισχυτής σταθεροποιημένος με χρονικό τεμαχισμό σήματοςchopper-stabilised amplifier
μέγιστο χρονικό διάστημα από την εκκίνηση μέχρι την ταχύτηταmaximum start time to record/reproduce speed
μέγιστο χρονικό διάστημα γρήγορου τυλίγματοςmaximum fast spooling time
μέγιστο χρονικό διάστημα στάσης από τη μέγιστη ταχύτητα περιέλιξηςmaximum stopping time from maximum spooling speed
μέγιστο χρονικό διάστημα σταματήματος από την ταχύτηταmaximum stopping time from record/reproduce speed
χρονικό διάστημαtime interval
χρονικό διάστημα λειτουργίαςoperating time
χρονικό διάστημα λειτουργίαςoperating duration