Subject | Greek | English |
econ., industr., patents. | άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος τεχνογνωσίας | know-how licence |
market. | έλεγχος της τεχνογνωσίας | know-how testing |
market. | έλεγχος της τεχνογνωσίας | know-how experimentation |
market. | έλεγχος της τεχνογνωσίας | know-how control tests |
law, nat.sc. | αμιγής άδεια εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | "pure" know-how licensing agreement |
law | αμιγής συμφωνία εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | pure know-how licensing agreement |
market. | αναγνώριση της τεχνογνωσίας | know-how recognition |
market. | αναγνώριση της τεχνογνωσίας | know-how acknowledgement |
market. | απόλυτη πρωτοτυπία της τεχνογνωσίας | know-how uniqueness |
market. | απόλυτη πρωτοτυπία της τεχνογνωσίας | know-how complete originality |
law | απόρρητος χαρακτήρας της τεχνογνωσίας | know-how secrecy |
law | απόρρητος χαρακτήρας της τεχνογνωσίας | know-how confidentiality |
market. | αρνητική τεχνογνωσία | negative experience |
market. | αρνητική τεχνογνωσία | counter know-how |
law | διάδοση της τεχνογνωσίας | know-how divulgence |
law | διάδοση της τεχνογνωσίας | know-how exposure |
law | διάδοση της τεχνογνωσίας | know-how disclosure |
market. | εργαλεία μετάδοσης της τεχνογνωσίας | know-how transmission tools |
market. | εργαλεία μετάδοσης της τεχνογνωσίας | know-how transmission instruments |
law | κάτοχος της τεχνογνωσίας | holder of the know-how |
market. | κατοχή τεχνογνωσίας | know-how total domain |
market. | κατοχή τεχνογνωσίας | know-how mastery |
law, nat.sc. | κατοχυρωμένη τεχνογνωσία | proprietary know-how |
nat.sc. | κοινή τεχνογνωσία | common knowhow |
law | κοινοπραξία τεχνογνωσίας | know-how pool |
law | μεικτές συμφωνίες εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας | mixed know-how and patent licensing agreements |
law, nat.sc. | μεικτή συμφωνία αδειών εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | combined patent and know-how licensing agreement |
fin., nat.sc. | μετάδοση εμπειριών και τεχνογνωσίας | transfer of specialist know-how |
market. | μεταβίβαση τεχνογνωσίας | know-how transmission |
gen. | μεταφορά τεχνογνωσίας | transfer of know-how |
law | μικτή συμφωνία παροχής αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας | mixed know-how and patent licensing agreement |
law | παράνομη χρήση της τεχνογνωσίας | misappropriation of the know-how |
econ., patents. | παραχωρούμενη τεχνογνωσία | licensed know-how |
law | παραχώρηση τεχνογνωσίας | know how concession |
market. | ποιότητα της τεχνογνωσίας | know-how quality |
law | προστασία της τεχνογνωσίας με τη βοήθεια συνεχών καινοτομιών | know-how protection through constant innovation |
law | προστασία του απορρήτου της τεχνογνωσίας | know-how secrecy protection |
law | συμφωνία που αφορά τη γνωστοποίηση της εμπορικής τεχνογνωσίας | agreement relating to marketing know-how |
law, nat.sc. | συμφωνία που χορηγεί άδεια εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | know-how agreement |
law, nat.sc. | συμφωνία χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | know-how licensing agreement |
patents. | συμφωνίες που αφορούν την άδεια εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας | know-how licensing agreements |
market. | σχετική πρωτοτυπία της τεχνογνωσίας | know-how relative originality |
law | σύμβαση παροχής τεχνογνωσίας | know-how transmission contract |
law | σύμβαση παροχής τεχνογνωσίας | know-how communication contract |
law | σύμβαση τεχνογνωσίας | know-how contract |
law, nat.sc., industr. | σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και της προστασίας πληροφοριών σχετικών με την τεχνογνωσία που δεν έχουν κοινοποιηθεί | Paris Convention for the protection of industrial property and protection of undisclosed information on know-how |
fin. | Ταμείο Τεχνογνωσίας | Know-How Fund |
market. | τεχνογνωσία βιομηχανικού franchise | industrial franchise know-how |
law | τεχνογνωσία εμπορικού χαρακτήρα | commercial know-how |
law | τεχνογνωσία που έχει καταστεί κοινό κτήμα | the know-how has become publicly known |
law | τεχνογνωσία που συνδέεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | know-how ancillary to patent |
market. | τεχνογνωσία συστήματος ενοποιημένης βιομηχανικής παρουσίας | industrial franchise know-how |
market. | τεχνογνωσία συστήματος ενοποιημένης παροχής υπηρεσιών ή διανομής | service or distribution franchise know-how |
market. | τεχνογνωσία franchise υπηρεσιών ή διανομής | service or distribution franchise know-how |
market. | τυποποίηση της τεχνογνωσίας | know-how standardization |
law | υποχρέωση αποχής από τη χρήση τεχνογνωσίας | franchisor's know-how usage forbidding |
law | υποχρέωση απόδωσης των στοιχείων της τεχνογνωσίας | know-how elements restitution to franchisor |
law | υποχρέωση απόδωσης των στοιχείων της τεχνογνωσίας | franchisor's know-how elements return |