Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Chinese
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Insurance
containing
μια
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
αποδεικνύω
μια
περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης
give proof of a training period
αποδεικνύω
μια
περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης
to
give proof of a trial period
απορρίπτω
μια
απαίτηση
to
reject a claim
απορρίπτω
μια
διεκδίκηση
to
reject a claim
καταλογίζω
μία
συναλλαγή σε πίστωση/πιστωτική γραμμή
to
set a transaction against a
line of
credit
λαμβάνω
μια
παροχή
to
receive a benefit
μια
ανήθικη ενέργεια δε δημιουργεί δικαίωμα
ex turpi cause non oritur actio
ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με
μία
σύμβαση εργασίας
the wage-earner should be bound by a labour agreement
ρήτρα που επιβάλλει
μια
αφαιρετέα απαλλαγή στο ασφαλιστήριο
Jason clause
χορηγώ
μια
παροχή
to
grant a benefit
Get short URL