DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing μια | all forms | exact matches only
GreekEnglish
αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισηςgive proof of a training period
αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισηςto give proof of a trial period
απορρίπτω μια απαίτησηto reject a claim
απορρίπτω μια διεκδίκησηto reject a claim
καταλογίζω μία συναλλαγή σε πίστωση/πιστωτική γραμμήto set a transaction against a line of credit
λαμβάνω μια παροχήto receive a benefit
μια ανήθικη ενέργεια δε δημιουργεί δικαίωμαex turpi cause non oritur actio
ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίαςthe wage-earner should be bound by a labour agreement
ρήτρα που επιβάλλει μια αφαιρετέα απαλλαγή στο ασφαλιστήριοJason clause
χορηγώ μια παροχήto grant a benefit