DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing μια | all forms | exact matches only
GreekEnglish
μονάδα προκύπτουσα από μία θέση ενός μεταφορικού μέσου που διανύει ένα χιλιόμετροplace kilometre
μονάδα προκύπτουσα από μία θέση ενός μεταφορικού μέσου που διανύει ένα χιλιόμετροpassenger place kilometre
ονομαστική ισχύς των μηχανών που αποτελούν μια υδροηλεκτρική ομάδαnominal capacity of the main components of a generating set