Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Chinese
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Finances
containing
μια
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
ακυρώνω
μία
διασάφηση
to
invalidate a declaration
αντισταθμίζω
μια
θέση
to
buy in
αποδεσμεύω
μία
εγγύηση
to
release a security
βάση υπολογισμού απόδοσης που αντιστοιχεί σε
μία
ομολογία
bond-equivalent basis
εγκεκριμένο ποσό για
μια
περίοδο
amount authorized per cycle period
θέτω σε κίνδυνο
μια
εγγύηση
call a guarantee
ιστορικό των μερισμάτων που κατέβαλε στο παρελθόν
μια
εταιρεία
dividend history
ισχύον για
μια
ημέρα
valid for one day
κάλυψη επιτοκίων με
μια
θέση short με σύμβαση επί προθεσμία
covered rate-wise by a short position in a futures contract
καλύπτω
μια
θέση
to
buy in
καταργώ
μια
παρέκκλιση
to
abrogate a derogation
μία
λίρα
2O shillings
μία
λίρα
1 pound
μετοχές κατεχόμενες από πρόσωπα συνδεόμενα στενά με
μια
επιχείρηση
closely held shares
μη διατύπωση αντιρρήσεων σε
μια
κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
non-opposition to a notified concentration
μια
πρώτη σειρά δανείων
initial series of loans
ολοκληρώνω
μια
συναλλαγή
to
settle
στάθμιση που δίδεται σε
μια
εθνική κεντρική τράπεζα στην κλείδα κατανομής
weighting of a national central bank in the key
το παθητικό που συνιστούν για
μια
τράπεζα οι καταθέσεις της
deposit liabilities
το Συμβούλιο δύναται να απορρίψει ή να δεχτεί
μια
πρόταση τροπολογίας
the Council may reject or accept a proposed modification
υποθήκη που εγγυάται
μία
σταδιακά αποσβεστέα οφειλή
mortgage repayable by instalments
υποθήκη που εγγυάται
μία
σταδιακά αποσβεστέα οφειλή
mortgage debt repayable in predetermined instalments
όργανο με
μία
περιοχή ζύγισης
instrument with one weighing range
Get short URL