DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing μια | all forms | exact matches only
GreekEnglish
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίαςunemployed person difficult to place
καταλαμβάνω μία ανώτερη θέσηto be promoted to a higher position
Πράσινη βίβλος - Σύμπραξη για μια νέα οργάνωση της εργασίαςGreen paper-Partnership for a new organisation of work
προκαθορισμένος χρόνος για μια συγκεκριμένη εργασίαselected basic time
τα προσόντα που απαιτεί μια θέση εργασίαςjob requirements