DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing μια | all forms | exact matches only
GreekEnglish
επίχριση από τη μία πλευράsingle-side coating
Mηχανή με μία τράπεζαsingle pot furnace
Mηχανή με μία τράπεζαone-pot furnace
κούφωμα με μια αυλάκωσηsingle chamfer frame
κούφωμα με μια εντομήsingle chamfer frame
κυκλικό πριόνι με μια λάμαsingle-blade circular saw
μετωπική ραφή συγκολλήσεως σε σύνδεση T μεταξύ ενός επιπέδου ελάσματος και ενός ελάσματος με κεκλιμένη την μια πλευράedge weld between a flat plate and a flanged plate
μετωπική ραφή συγκολλήσεως σε σύνδεση T μεταξύ ενός επιπέδου ελάσματος και ενός ελάσματος με κεκλιμένη την μια πλευράcorner-flange weld
μηχανή με μία τράπεζαone table machine
ξύλο ροκανισμένο σε μια πλευρά και δύο άκραtimber planed one face and two edges
πέλμα χυτό σε μία στρώσηsingle moulded sole
πλάκα λαξευμένη στη μια επιφάνειαcorrecting plate
πριόνισμα από την μια μεριά στην άλληthrough-and-through sawing
συγκόλληση με μία στρώσηsingle-run welding