DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing μια | all forms | exact matches only
GreekEnglish
ανυψωτήρας με μία αλυσίδα μεταφοράςsingle chain elevator
αποσυνδέω μια συσκευή από την πηγή του ρεύματοςto disconnect an apparatus
κινητές μηχανές των οποίων η λειτουργία συνεπάγεται συνεχή ή ημισυνεχή μετακίνηση σύμφωνα με μια διαδοχή καθορισμένων στάσεωνmobile machinery which works with a continuous or semi-continuous movement between a succession of fixed working positions
να δοθεί μια αύξηση ισχύοςto supply a power increase
παλέτα με μία βάσηnon-reversible pallet
το εκκινείν μία μηχανήstart a machine
χαράζω στη φρέζα μια εγκοπήto mill a key way
χαράζω στη φρέζα μια εγκοπήto mill a slot
χαράζω στη φρέζα μια εγκοπήto cut a slot
χαράζω στη φρέζα μια εγκοπήto cut a key way