DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing λειτουργία | all forms
GreekEnglish
έξοδα λειτουργίαςexpenditure on material
έξοδα λειτουργίαςexpenditure in kind
αιτία-συγκεκριμένη λειτουργία κινδύνουcause-specific hazard function
αντιδραστήρας αλλαγής καυσίμων εν λειτουργίαreactor with on-load refuelling
αργά ποικίλη λειτουργίαslowly varying function
εξελικτική λειτουργίαevolutionary operation
ισχύς εξόδου πομπού κάτω από προδιαγραμμένες συνθήκες λειτουργίαςrated output power
λειτουργία απάντησης συχνότηταςtransfer function
λειτουργία απάντησης ώθησηςimpulse response function
λειτουργία δύναμης φακέλωνenvelope power function
λειτουργία κέρδουςgain function
λειτουργία κινδύνου φακέλωνenvelope risk function
λειτουργία λάθουςKramp function
λειτουργία μεταφοράςtransfer function
antitonic λειτουργία οπισθοδρόμησηςantitonic regression function
λειτουργία συχνότητας Pólya της διαταγής δύοPólya frequency function of order two
λειτουργία σχεδίωνpattern function
λειτουργία φάσηςphase function
μέσος αριθμός του δείγματος λειτουργίαASN function
παραγοντική παραγωγική λειτουργία στιγμήςfactorial moment generating function
πολλαπλής λειτουργίας της έντασηςcross intensity function
σημάνετε την υπερβολική λειτουργίαmean excess function
συμπεριφοριστική λειτουργία απόφασηςbehavioural decision function
συμπλήρωμα λειτουργίας λάθουςerror function complement
συνεχής λειτουργίαcontinuous operation
συνεχής λειτουργίαcontinuous duty
Ταξινόμηση των κρατικών λειτουργιώνclassification of the functions of government
φορείς λειτουργίας δικτύουnetwork operators
χαλάρωση λειτουργίαςderating
χαρακτηριστική καμπύλη λειτουργίαςoperating characteristic curve
ωριαία λειτουργία οχήματοςvehicle hour