Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Statistics
containing
λειτουργία
|
all forms
Greek
English
έξοδα
λειτουργίας
expenditure on material
έξοδα
λειτουργίας
expenditure in kind
αιτία-συγκεκριμένη
λειτουργία
κινδύνου
cause-specific hazard function
αντιδραστήρας αλλαγής καυσίμων εν
λειτουργία
reactor with on-load refuelling
αργά ποικίλη
λειτουργία
slowly varying function
εξελικτική
λειτουργία
evolutionary operation
ισχύς εξόδου πομπού κάτω από προδιαγραμμένες συνθήκες
λειτουργίας
rated output power
λειτουργία
απάντησης συχνότητας
transfer function
λειτουργία
απάντησης ώθησης
impulse response function
λειτουργία
δύναμης φακέλων
envelope power function
λειτουργία
κέρδους
gain function
λειτουργία
κινδύνου φακέλων
envelope risk function
λειτουργία
λάθους
Kramp function
λειτουργία
μεταφοράς
transfer function
antitonic
λειτουργία
οπισθοδρόμησης
antitonic regression function
λειτουργία
συχνότητας Pólya της διαταγής δύο
Pólya frequency function of order two
λειτουργία
σχεδίων
pattern function
λειτουργία
φάσης
phase function
μέσος αριθμός του δείγματος
λειτουργία
ASN function
παραγοντική παραγωγική
λειτουργία
στιγμής
factorial moment generating function
πολλαπλής
λειτουργίας
της έντασης
cross intensity function
σημάνετε την υπερβολική
λειτουργία
mean excess function
συμπεριφοριστική
λειτουργία
απόφασης
behavioural decision function
συμπλήρωμα
λειτουργίας
λάθους
error function complement
συνεχής
λειτουργία
continuous operation
συνεχής
λειτουργία
continuous duty
Ταξινόμηση των κρατικών
λειτουργιών
classification of the functions of government
φορείς
λειτουργίας
δικτύου
network operators
χαλάρωση
λειτουργίας
derating
χαρακτηριστική καμπύλη
λειτουργίας
operating characteristic curve
ωριαία
λειτουργία
οχήματος
vehicle hour
Get short URL