DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing λειαντικό | all forms
GreekEnglish
ίσιο λειαντικό εργαλείο μεγάλης ακτίναςstraight large radius sleeker
ακτινωτό λειαντικό εργαλείο με ίσιο άνω άκροradiussed straight top edge sleeker
ακτινωτό λειαντικό εργαλείο με κυρτωμένο άνω άκροradiussed curved top edge sleeker
κυρτωμένο λειαντικό εργαλείο μεγάλης ακτίναςcurved large radius sleeker
λειαντικό εργαλείοsluker
λειαντικό εργαλείοsleeker
λειαντικό εργαλείοslick
λειαντικό εργαλείοsleek
λειαντικό εργαλείο απότομης γωνίας με ίσιο άνω άκροsharp angle straight top edge sleeker
λειαντικό εργαλείο απότομης γωνίας με κυρτωμένο άνω άκροsharp angle curved top edge sleeker
λειαντικό εργαλείο δύο επιφανειώνdouble ended radius sleeker
λειαντικό εργαλείο με κουτάλιspoon tool
λειαντικό εργαλείο με πατούραflange sleeker
λειαντικό σώμαgrinding stone
σωληνοειδές λειαντικό εργαλείοpipe sleeker