Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Information technology
containing
κοινή
|
all forms
Greek
English
γλώσσα με εμπορικό προσανατολισμό,
κοινή
γλώσσα με εμπορικό προσανατολισμό
business-oriented language
κοινή
αγορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και συστημάτων
common market in telecommunications services and equipment
κοινή
αμυντική πολιτική
common defence policy
Κοινή
γλώσσα ανάγνωσης οπτικών χαρακτήρων
common optical language
Κοινή
γλώσσα μηχανής
common machine language
κοινή
γλώσσα χειρισμού
common command language
κοινή
διαδρομή
common path
κοινή
διαμόρφωση τάσης
common-mode voltage amplification
κοινή
διασύνδεση
common-mode interface
Κοινή
ενδιάμεση μνήμη
pooled buffer
Κοινή
ενότητα
common module
κοινή
επιχείρηση ARTEMIS
ARTEMIS Joint Undertaking
κοινή
επιχείρηση ARTEMIS
ARTEMIS JU
κοινή
επιχείρηση ENIAC
ENIAC Joint Undertaking
κοινή
εποπτική αρχή
joint supervisory body
κοινή
εποπτική αρχή
joint supervisory authority
κοινή
μέθοδος μέτρησης
common measurement method
κοινή
μνήμη
common memory
κοινή
μνήμη
scratch storage
Κοινή
μορφή πληροφοριών
Common Communication Format
κοινή
μορφή πληροφοριών στον τομέα της ευρωπαϊκής έρευνας
Common European Research Information Format
κοινή
μορφή των αρχείων για την ανταλλαγή βιομετρικών στοιχείων
Common Biometric Exchange File Format
κοινή
ομάδα εισηγητών
Joint Rapporteurs Team
Κοινή
περιοχή
common-mode range
Κοινή
περιοχή μνήμης
common storage area
κοινή
προδιαγραφή έγκρισης
common type approval specification
κοινή
προδιαγραφή πιστότητας
common conformity specification
κοινή
προσωρινή διεύθυνση
common temporary address
Κοινή
σελίδα
common page
Κοινή
υπορουτίνα
common subroutine
ορίζω μια μεταβλητής ως
κοινή
to
declare a variable public
Get short URL