Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
εξάρτημα
|
all forms
Greek
English
ανακτημένο
εξάρτημα
reclaimed part
απλό
εξάρτημα
detail part
απορριμμένο
εξάρτημα
scrapped part
απόβλητο
εξάρτημα
rejected part
αρσενικό
εξάρτημα
male part
δομικό
εξάρτημα
structural part
εναλλακτικό
εξάρτημα
interchangeable item
εναλλακτό
εξάρτημα
interchangeable item
εξάρτημα
έμφραξης
blanking part
εξάρτημα
ακινητοποίησης
locking part
εξάρτημα
ακινητοποιήσεως κοπιδίου
bit stop
εξάρτημα
αναστολής
stopper
εξάρτημα
αναστολής
stop
εξάρτημα
αντιστάθμισης
compensating piece
εξάρτημα
ασφαλείας
safety component
εξάρτημα
αχρησιμοποίητο
unused part
εξάρτημα
γενικής χρήσης
workhorse part
εξάρτημα
διάταξης επεξεργασίας
generator element
εξάρτημα
δομής
structural part
εξάρτημα
ενίσχυσης
reinforcement part
εξάρτημα
εξοπλισμού
item of equipment
εξάρτημα
με μικρό υπόλοιπο
wear-out part
εξάρτημα
με πέλματα
shouldered part
εξάρτημα
μη χρησιμοποιήσιμο
unusable part
εξάρτημα
οδηγήσεως θαλαμίσκου
car slipper
εξάρτημα
οδηγήσεως θαλαμίσκου
car shoe
εξάρτημα
παραγωγής σε σειρά
production item
εξάρτημα
πλακίδιο φίλτρου Ντόπλερ
assembly Doppler filter board
εξάρτημα
προσαρμογής
mounting flange
εξάρτημα
προσαρμοσμένο μέσα στον προφυλακτήρα
part inset in the bumper
εξάρτημα
προστασίας μεμβράνης
membrane protector
εξάρτημα
σε πρόβολο
cantilever part
εξάρτημα
σερβομηχανισμού
stabilizing component
εξάρτημα
σκελετού
frame fitting
εξάρτημα
στεγανοποίησης
sealing part
εξάρτημα
στερέωσης
fastening part
εξάρτημα
στερέωσης
fixing device
εξάρτημα
στερέωσης
clamp
εξάρτημα
στερέωσης
attaching part
εξάρτημα
στρόφιγγας υδραυλικού
isolating valve block
εξάρτημα
συγκροτήματος
set part
εξάρτημα
συνδέσεως στον πυθμένα
bottom connector fitting
εξάρτημα
σχήματος Τ
tee
εξάρτημα
σχήματος Τ
T-part
εξάρτημα
σύμπλεξης
locking tappet
εξάρτημα
σύμπλεξης
locking dog
εξάρτημα
σύνδεσης
mounting flange
εξάρτημα
σύνδεσης
connecting part
εξάρτημα
σύσφιγξης
tightening part
εξάρτημα
Ταυ για σωλήνα
tee-pipe
εξάρτημα
Ταυ για σωλήνα
three-way pipe
εξάρτημα
Ταυ για σωλήνα
forked pipe
εξάρτημα
Ταυ για σωλήνα
bifurcated pipe
εξάρτημα
της βρύσης που εμποδίζει το τίναγμα του νερού
anti-splash jet-nozzle
εξάρτημα
του προφυλακτήρα
part mounted on the bumper
εξάρτημα
υδραυλικής σύνδεσης
connecting block
επίπεδο
εξάρτημα
flat part
εύκαμπτο ενδιάμεσο
εξάρτημα
flexible intermediate component
εύτηκτο
εξάρτημα
shear part
εύχρηστο
εξάρτημα
usable part
θηλυκό
εξάρτημα
female part
καταργημένο
εξάρτημα
deleted part
καταργημένο
εξάρτημα
cancelled part
κινητό
εξάρτημα
moving part
κινητό
εξάρτημα
movable part
κοινό
εξάρτημα
common part
μερικό
εξάρτημα
partial part
μηχανοκατεργάσιμο
εξάρτημα
machinable part
μονοκόμματο
εξάρτημα
detail part
πρωτογενές
εξάρτημα
primary part
πρωτογενές
εξάρτημα
detail part
στοιχειώδες
εξάρτημα
detail part
στρεβλωμένο
εξάρτημα
warped part
συγκολλημένο
εξάρτημα
welded part
συμμετρικό
εξάρτημα
handed part
σωληνοειδές
εξάρτημα
συγκράτησης της ράβδου έλξης
draw-bar spiral
coupling
sleeve
τοποθετήσιμο
εξάρτημα
assy part
τοποθετήσιμο
εξάρτημα
assembly part
τροποποιημένο
εξάρτημα
modified part
τυχαίο
εξάρτημα
ληφθέν μεταξύ ομοειδών
blank
φέρον
εξάρτημα
structural part
φθαρμένο
εξάρτημα
worn part
φθαρμένο
εξάρτημα
wear-out part
φλαντζωτό
εξάρτημα
flanged type fitting
χρησιμοποιημένο
εξάρτημα
used part
χωριστό
εξάρτημα
separate part
Get short URL