DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing εξάρτημα | all forms
GreekEnglish
αντιοδευτικό εξάρτημαrail anchor
αντιοδευτικό εξάρτημαanti-creep device
γωνιακό εξάρτημαcorner fitting
γωνιακό εξάρτημα εμπορευματοκιβωτίουcontainer corner fitting
δομικό εξάρτημαstructural component
εξάρτημα αγκύρωσης των σιδηροτροχιώνrail anchoring device
εξάρτημα ασφαλείαςsafety tackle
εξάρτημα για ανάρτησηgrapnel
εξάρτημα διάταξης πυροδότησηςfiring unit
εξάρτημα εκνεφώσεως νερούwater fog applicator
εξάρτημα ελέγχου πτήσηςcontrol unit
εξάρτημα με όριο ζωήςlife-limited part
εξάρτημα με όριο λειτουργίαςtime limited part
εξάρτημα μετάδοσης της κίνησηςtransmission part
εξάρτημα προαιρετικά εναλλακτόoptional item
εξάρτημα σύνδεσης σωλήνωνpipe bracket
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούfrog-point
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούpoint frog
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούpoints crossing
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούfrog
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούcrossing frog
κινητό εξάρτημαremovable tackle
κρίσιμο εξάρτημαno-go item
κρίσιμο εξάρτημαcritical part
κυλινδρικό εξάρτημα μηχανήςrollers
ναυτικό εξάρτημαnautical implement
συναρμολογούμενο εξάρτημαassembly accessory
συνδετικό εξάρτημαjunction component
συσκευή έγχυσης αερίου ή εγχυτήρας ή εξάρτημα μίξης αερίουgas injection device or injector or gas mixing piece