Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
εξάρτημα
|
all forms
Greek
English
αντιοδευτικό
εξάρτημα
rail anchor
αντιοδευτικό
εξάρτημα
anti-creep device
γωνιακό
εξάρτημα
corner fitting
γωνιακό
εξάρτημα
εμπορευματοκιβωτίου
container corner fitting
δομικό
εξάρτημα
structural component
εξάρτημα
αγκύρωσης των σιδηροτροχιών
rail anchoring device
εξάρτημα
ασφαλείας
safety tackle
εξάρτημα
για ανάρτηση
grapnel
εξάρτημα
διάταξης πυροδότησης
firing unit
εξάρτημα
εκνεφώσεως νερού
water fog applicator
εξάρτημα
ελέγχου πτήσης
control unit
εξάρτημα
με όριο ζωής
life-limited part
εξάρτημα
με όριο λειτουργίας
time limited part
εξάρτημα
μετάδοσης της κίνησης
transmission part
εξάρτημα
προαιρετικά εναλλακτό
optional item
εξάρτημα
σύνδεσης σωλήνων
pipe bracket
κεντρικό
εξάρτημα
κλειδιού
frog-point
κεντρικό
εξάρτημα
κλειδιού
point frog
κεντρικό
εξάρτημα
κλειδιού
points crossing
κεντρικό
εξάρτημα
κλειδιού
frog
κεντρικό
εξάρτημα
κλειδιού
crossing frog
κινητό
εξάρτημα
removable tackle
κρίσιμο
εξάρτημα
no-go item
κρίσιμο
εξάρτημα
critical part
κυλινδρικό
εξάρτημα
μηχανής
rollers
ναυτικό
εξάρτημα
nautical implement
συναρμολογούμενο
εξάρτημα
assembly accessory
συνδετικό
εξάρτημα
junction component
συσκευή έγχυσης αερίου ή εγχυτήρας ή
εξάρτημα
μίξης αερίου
gas injection device or injector or gas mixing piece
Get short URL