DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing διεγείρω | all forms
SubjectGreekEnglish
med.διεγείρω διέγειραstimulate
el.διεγείρω λέιζερto drive a laser
med.υλικό που αυξάνει τον όγκο του εντερικού περεχομένου και ακολούθως διεγείρει τις περισταλτικές κινήσειςbulkage