DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing Σύμβαση | all forms
GreekEnglish
διακυβερνητική σύμβασηIntergovernmental Convention EU (ΕE)
διασυνοριακή σύμβασηcross-border contract
διεθνής σύμβασηinternational convention
διοικητική σύμβασηadministrative contract
εμπορική σύμβασηcommercial treaty
εμπορική σύμβασηcommercial contract
ευρωπαϊκή σύμβασηEuropean convention
Ευρωπαϊκή Σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτωνEuropean Convention on Human Rights
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για ορισμένες διεθνείς πτυχές της πτωχεύσεωςIstanbul Convention
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για ορισμένες διεθνείς πτυχές της πτωχεύσεωςEuropean Convention on Certain International Aspects of Bankruptcy
Ευρωπαϊκή σύμβαση για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρουςEuropean Convention on the legal protection of services based on, or consisting of, conditional access
Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί της ασυλίας των κρατώνEuropean Convention on State Immunity
καλλιέργεια με σύμβασηcontract farming
καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσηςdeposits in national currency resulting from a savings scheme or contract
μέγιστο ποσό σε κίνδυνο από συναφθείσα σύμβασηmaximum amount at risk for concluded contract
περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται από το νόμο ή από σύμβασηlegally or conventionally
Πρόσθετο πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση περί ασυλίας των κρατώνAdditional Protocol to the European Convention on State Immunity
συλλογική σύμβαση εργασίαςcollective agreement
συλλογική σύμβαση σε επίπεδο τομέα δραστηριότηταςcollective agreements at an industry level
σύμβαση έργωνworks contract
σύμβαση έργων,προμηθειών και παροχής υπηρεσιώνworks, supply and services contract
Σύμβαση ίδρυσης του Οργανισμού Πολυμερούς Ασφάλισης ΕπενδύσεωνConvention establishing the Multilateral Investment Guarantee Agency
σύμβαση αγρομίσθωσηςfarm lease
σύμβαση ΑΚΕ-ΕEACP-EU Convention
Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚLomé Convention
Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚACP-EC Convention
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορώνWorldwide Exequatur Convention
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορώνConvention on jurisdiction and foreign judgments in civil and commercial matters
σύμβαση εκτός ισολογισμούoff-balance-sheet contract
σύμβαση εργασίαςwork contract
σύμβαση κατ' ανάθεσηnegotiated contract
σύμβαση Λομέ IVfourth Lomé Convention
σύμβαση ΛομέLomé Convention
σύμβαση Λομέ Ιfirst Lomé Convention
σύμβαση Λομέ ΙΙsecond Lomé Convention
σύμβαση Λομέ ΙΙΙthird Lomé Convention
Σύμβαση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Υπηρεσίας Αρωγής και ΄Εργων των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες της Παλαιστίνης UNRWA σχετικά με τη βοήθεια στους πρόσφυγες στις χώρες της Εγγύς ΑνατολήςConvention between the European Community and the United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees UNRWA concerning aid to refugees in the countries of the Near East
σύμβαση μεταφοράςcontract of carriage
Σύμβαση Ναυτικής ΕργασίαςMaritime Labour Convention, 2006
σύμβαση ΟΗΕUN convention
Σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για τις κλιματικές μεταβολέςUN Framework Convention on Climate Change
σύμβαση προμηθειώνsupplies contract
σύμβαση σε μετρητάcash contract
σύμβαση στόχωνcontract of agreed objectives
Σύμβαση σχετικά με τον Oργανισμό Oικονομικής Συνεργασίας και AνάπτυξηςOOΣA-Παρίσι 1960OECD - Paris 1960
Σύμβαση σχετικά με τον Oργανισμό Oικονομικής Συνεργασίας και AνάπτυξηςOOΣA-Παρίσι 1960Convention on the Organization for Economic Co-operation and Development
σύμβαση της ΑρούσαArusha Convention
σύμβαση της ΓιαουντέYaoundé Convention
Σύμβαση της ΛομέLomé Convention
Σύμβαση της ΛομέACP-EC Convention
σύμβαση τοις μετρητοίςcash contract
σύμβαση υπηρεσιώνservices contract
φορολογική σύμβασηtax convention