DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing Πρόσθετο | all forms
GreekEnglish
αντιγαλακτωματοποιητικό πρόσθετοdemulsifying agent
αντιγαλακτωματοποιητικό πρόσθετοdemulsifier
αντιδιαβρωτικό πρόσθετοcorrosion inhibitor
αντιδιαβρωτικό πρόσθετοanticorrosive additive
αντιοξειδωτικό πρόσθετοantioxidant additive
αντιοξειδωτικό πρόσθετοoxidation inhibitor
αντιοξειδωτικό πρόσθετοantioxidant
αντισκωριακό πρόσθετοrustproof oil
αντισκωριακό πρόσθετοanti-rust agent
βελτιωτικό πρόσθετοimprover
πρόσθετο για τη μείωση της οξύτηταςanti-acid additive
πρόσθετο ελέγχου ροήςflow control agent
πρόσθετο επιχρισμάτωνcoating additive
πρόσθετο καυσίμουfuel dope
πρόσθετο καυσίμουfuel additive
πρόσθετο λιπαντικού λαδιούoil oxidation stabilizer
πρόσθετο λιπαντικού λαδιούoil oxidation stabiliser
πρόσθετο λιπαντικού λαδιούlube oil additive
σκληρυντικό πρόσθετοhardening agent
σκληρυντικό πρόσθετοhardener